Ο έλεγχος της σεζόν: Centers


Giorgi Shermadini

Αν το σκεφτεί κανείς προσεκτικά, η δεύτερη σεζόν του Γκιόργκι Σερμαντίνι στον Ολυμπιακό εμφάνισε πολλά κοινά με την πρώτη. 

Ήρθε στην μέση της χρονιάς από άλλη Ευρωπαϊκή ομάδα. 
Μόλις ήρθε, πρόσφερε άμεσα. 
Ξαφνικά άρχιζε να μειώνεται ο ρόλος του στον Ολυμπιακό μέχρι που εκμηδενίστηκε σχεδόν στις σειρές με Ρεάλ και Παναθηναϊκό. 
Μια επιπλέον σύμπτωση στις παραπάνω, είναι ότι όπως και πέρσι, έτσι και  φέτος, έχασε την προημιτελική σειρά της Α1 και μετά έψαχνε να βρει ρυθμό χωρίς επιτυχία. 

Προφανώς ήταν παράλογο το γεγονός ότι δεν διατηρήθηκε το καλοκαίρι στην ομάδα, χρυσοπληρώθηκε ο Μπεγκιτς και επέστρεψε ξανά ο Σερμαντίνι δίνοντας και λεφτά στην Σαραγόσα για σπάσιμο του συμβολαίου του Γεωργιανού σέντερ. 
Αλλά από την άλλη, ήταν θετικό που ο Ολυμπιακός δεν είδε το θέμα εγωιστικά και έφερε έναν σέντερ προερχόμενο από πολύ καλή χρονιά στο κορυφαίο Ευρωπαϊκό πρωτάθλημα, συγκριτικά καλύτερο στην επίθεση από τον Μπέγκιτς και με δυνατότητα μεγαλύτερης ποικιλίας στις αμυντικές τακτικές. 

Κανονικά η παραμονή του στο ρόστερ του Ολυμπιακού θα ήταν μια λογική κίνηση, αλλά εφόσον γίνεται αυτή η παρανοϊκή διαχείριση του Ολυμπιακού επί Μπαρτζώκα με τους σέντερ δεινόσαυρους ( π.χ Μπέγκιτς και Σερμαντίνι, περισσότερο στον Σέρμα συνυπολογίζοντας και τα πήγαινε έλα αυτά τα δυο χρόνια), τότε απλά φαίνεται ότι κάτι δεν κολλάει στο παζλ μεταξύ των δυο πλευρών. 
Άρα φεύγει όσο και αν φαίνεται πιθανό να το μετανιώσουμε ξανά.


Bryant Dunston

Όταν το καλοκαίρι του 2010 ο Μπράιαντ Ντάνστον ερχόταν από την Κορέα στον Άρη και έφευγε πρόωρα με χαμηλούς μέσους όρους μετά από μόλις 13 παιχνίδια στην Α1 και 11 στο Eurocup, κανείς δεν φανταζόταν την ανοδική του πορεία που θα τον έφερνε τα τελευταία δυο χρόνια ένα βήμα πριν τον τελικό του Ιταλικού πρωταθλήματος το 2013 με την Βαρέζε και την ένταξη του στο ρόστερ μιας ομάδας όπως ο Ολυμπιακός. 
Το οξύμωρο ήταν ότι σε ένα καλοκαίρι με τρανταχτές απώλειες και απόκτηση παικτών στοιχήματα, ο Αμερικάνος σέντερ φαινόταν ως η πιο σίγουρη μεταγραφή του Ολυμπιακού παρά την απειρία του σε επίπεδο Ευρωλίγκα.

Όμως όσο και αν ο νέος ήρθε με καλές αμυντικές συστάσεις, ασφαλώς η αναπλήρωση του κενού του Κάιλ Χάινς στον αμυντικό τομέα ήταν μια μάχη που ήταν πολύ δύσκολο να κερδηθεί. Τα πρώτα προβλήματα στην νέα πραγματικότητα δεν άργησαν να φανούν σε πολλά επίπεδα. Ένα θέμα ήταν όταν στις αρχές της σεζόν φορτωνόταν εύκολα με φάουλ.
Ένα δεύτερο ότι ήταν ο συνήθης ύποπτος των παραπόνων του κόσμου όταν πλήρωνε την 2/2 pick n roll αντιμετώπιση του Ολυμπιακού και η προσπάθεια του για κόψιμο κατέληγε σε χαμένο αμυντικό ριμπάουντ.
Και ένα ακόμα, ότι δεν τροφοδοτούνταν επαρκώς στην επίθεση ενώ φαινόταν ότι κάθε φορά που έπαιρνε την μπάλα δεν σταματιόταν εύκολα. 
Κάπως έτσι στις αρχές της χρονιάς αναγκαζόταν πολλές φορές να κάνει τον χαμάλη ώστε να σκρινάρει ή να σκοράρει κυρίως από επιθετικά ριμπάουντς, χάνοντας παράλληλα και βολές.


Ακόμα μεγαλύτερο πρόβλημα προέκυψε από τις  απουσίες των άλλων σέντερ (Μπέγκιτς και Σίμονς) στην πρώτη φάση των ομίλων της Ευρωλίγκα, ουσιαστικά ο Ντάνστον αφέθηκε μόνος με αποτέλεσμα να παίζει περισσότερο από όσο πρέπει, παρά το γεγονός ότι η πρόκριση στο τοπ-16 είχε εξασφαλιστεί πολύ νωρίς. 
Το αποτέλεσμα το είδαμε με την έναρξη του τοπ-16. Τον πρώτο μήνα ο Ντάνστον έδειχνε να μην έχει φρεσκάδα πράγμα που οδήγησε σε πτώση στην απόδοση του με αποκορύφωμα τις τρείς πρώτες αγωνιστικές στο τοπ-16.

Η επάνοδος του Μπρεντ Πέτγουει αρχικά του έδωσε κάποιο στήριγμα, ταυτόχρονα ο Ολυμπιακός έβαλε τον Ντάνστον πιο στοχευμένα στο επιθετικό του παιχνίδι.
Αργότερα η επιστροφή του Σερμαντίνι σε συνδυασμό με την απουσία του Πρίντεζη για κάποια παιχνίδια φανέρωσε, έστω και αναγκαστικά, μια άλλη πτυχή του ως τεσσάρι. 
Ένα πείραμα που λειτούργησε πολύ καλά, ειδικά σε συνδυασμό με τον Σερμαντίνι, δίνοντας μέγεθος στην άμυνα με τον Ντάνστον να είναι αυτός που έδινε την βοήθεια από την αδύνατη πλευρά όταν χετζαρε ο Γεωργιανός και παίρνοντας επιθετικά όφελος στην επίθεση από την δύναμη  του, στην όποια υπερείχε έναντι των άλλων τεσσαριών.

Τα δεδομένα όμως ξανάλλαξαν με τον χρόνο του Σερμαντίνι να ελαχιστοποιείται από τα προημιτελικά  της Ευρωλίγκας και μετά,  τον Μπαρτζώκα να επιλέγει αλλαγές στα σκριν απέναντι σε Ρεάλ και Παναθηναϊκό και τον Ντάνστον μετά την αποτυχημένη δοκιμή ως τεσσάρι στον πρώτο αγώνα με την Ρεάλ πάνω στον Μίροτιτς, να επιστρέφει ως 5αρι κάνοντας αναμενόμενα καλές επιθετικές εμφανίσεις απέναντι σε μια ομάδα με βασικό σέντερ τον Μπουρούση και εκπλήσσοντας με την αποτελεσματικότητα που έδειξε στις αλλαγές μαρκάροντας τους εξαιρετικά επικίνδυνους περιφερειακούς της Ρεάλ. 

Στους τελικούς ο Ντάνστον εμφανίστηκε και πάλι κουρασμένος αν και προσπάθησε στην επίθεση, με τους ψηλούς του Παναθηναϊκού να εκμεταλλεύονται τα μις-ματς λόγω των switches, και τον ψηλό του Ολυμπιακού να εμφανίζεται αφηρημένος σε ορισμένες στιγμές, σε μια σειρά παιχνιδιών που ο Λάσμε ήταν από τους καλύτερους του Παναθηναικού μαζί με τον Διαμαντίδη.

Όμως αυτό δεν αμαυρώνει τις εντυπώσεις σε μια πολύ καλή χρονιά που πάλευε πολλές φορές μόνος του στην θέση 5 όπως και ο προκάτοχος του ο Χαινς και δείχνοντας (π.χ. με την Ρεάλ) ότι μπορεί να βελτιώσει την αμυντική του συμπεριφορά έστω και αν ο τίτλος του καλύτερου αμυντικού της Ευρωλίγκας θα άξιζε να πάει περισσότερο στον Ταίους.

Τη νέα χρονιά ίσως με ένα σταθερά καλό ψηλό ως συνοδοιπόρο θα υπάρξει περιθώριο για να τολμήσει περισσότερα στην άμυνα, γιατί έδινε την εντύπωση ότι μερικές στιγμές φυλαγόταν από την φθορά των φάουλ, στα όποια έδειξε επιρρεπής στην αρχή της χρονιάς κυρίως, ταυτόχρονα ελπίζω να έχει πιο σταθερή παρουσία με λιγότερη κόπωση από φέτος.




Cedrick Simmons

Ανακοινώθηκε πολύ νωρίς, και αυτό εξέπληξε πολλούς όπως και το συμβόλαιο τριετούς διάρκειας. 
Μια μεταγραφή που έγινε και αυτή για μεγαλύτερη αντιπαράθεση στη γραμμή ψηλών του Παναθηναϊκού και ακόμα περισσότερο για το βουλγαρικό διαβατήριο του Homo sapiens Σεντρικ με τον πρώην σέντερ της Καβάλας να ήταν ο ψηλός που ανταποκρίθηκε σε ακριβώς αυτό που περιμέναμε από αυτόν, έστω και αν δεν δικαιολόγησε σε καμία περίπτωση γιατί ο Ίβκοβιτς τον ήθελε στην ομάδα  το 2011-2012.

Σίγουρα οι μέσοι όροι του στην Ευρωλίγκα με 3.8 πόντους και 3 ριμπάουντς σε 11 λεπτά απεικονίζουν αρκετά την αγωνιστική πραγματικότητα  για έναν παίκτη που όχι μόνο δεν δοκίμαζε έστω και περιστασιακά τα σουτς μέσης απόστασης και το ποστάρισμα που βλέπαμε στην Μπρίντιζι, αλλά δεν μπορούσε να ολοκληρώσει καν απλές pick n roll φάσεις έχοντας πρόβλημα απλώς και να πιάσει σωστά την μπάλα. 

Από την άλλη, μπορεί το ξεκίνημα του στον Ολυμπιακό να μην ήταν εντυπωσιακό και ο τραυματισμός του στον ώμο στην Φλωρεντία να τον άφησε αρκετό καιρό έξω, με τον κόσμο του Ολυμπιακού να μην ήταν σύμφωνος με την χρησιμότητα της συγκεκριμένης μεταγραφής, όμως πρέπει να παραδεχτούμε ότι όταν επανήλθε έκανε ότι μπορούσε για να καλύψει ή να βοηθήσει τον Ντάνστον.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα στις αρχές του 2014 όταν ο Ντάνστον έμοιαζε κουρασμένος αλλά και τα ματς στα όποια ο Σίμονς παρείχε πιο αξιόπιστη άμυνα και από τον συμπαίκτη που θα ψηφιζόταν αργότερα  αμυντικός της χρονιάς στην Ευρωλίγκα.  
Ταυτόχρονα στη σειρά με τη Ρεάλ ανταποκρίθηκε όχι μόνο αμυντικά στις αλλαγές με περιφερειακούς, έστω και σε χειρότερο βαθμό από τον Ντάνστον, αλλά ακόμα και επιθετικά πετυχαίνοντας 7 και 8 πόντους σε δύο από τους πέντε προημιτελικούς της σειράς.

Ως συμπέρασμα ο απολογισμός του μπορεί να θεωρηθεί επιτυχημένος για έναν παίχτη που ήρθε για τρίτος σέντερ και την έβγαλε σε κρίσιμα ματς ως δεύτερος (όπως αυτά με Ρεάλ ή τους πρόσφατούς τελικούς με τον Παναθηναϊκό), χωρίς όμως όλα αυτά να επαρκούν για παραμονή του καθώς η  ποιότητα του είναι αρκετή χαμηλή όπως και το μπασκετικό ΙQ του.



Mirza Begic

Η σχέση του Ολυμπιακού και του Σλοβένου σέντερ δεν ξεκίνησε με τις καλύτερες προϋποθέσεις, αρχικά ανακοινώθηκε σε εντελώς λάθος timing αμέσως μετά την αποχώρηση του Κώστα Παπανικολάου ενώ είχε ακουστεί για 5αρι το όνομα του Πολ Ντέιβις που ήθελαν οι περισσότεροι λόγω των ξεχωριστών επιθετικών δυνατοτήτων του. 

Μετά ο Ολυμπιακός έχασε την ευκαιρία, με τη βιασύνη του, να διαλέξει από πολλούς Αμερικάνους σέντερ γιατί στο τέλος ήρθε 3αρι με κοινοτικό, ο Ματ Λοτζέσκι, καταλήγοντας στον Μπέγκιτς ως μια από τις λίγες λύσεις Ευρωπαίου δεινοσαύρου με εμπειρία σε υψηλό ευρωπαϊκό επίπεδο και με ποστ παιχνίδι έστω και αν ο πρώην σέντερ της Ρεάλ δεν διακρινόταν από φινέτσα ή υψηλή επιθετική αποτελεσματικότητα.

Όμως, αν και αντί-τουριστικός, ο Μπέγκιτς είχε και κάποια θετικά στοιχεία υπέρ του (γιατί προφανώς ως βαρύ κορμί ήταν ευάλωτος στο να χτυπηθεί με pick n roll ή σκριν στη μπάλα), για παράδειγμα είχε μια αξιοσέβαστη παρουσία στην περιοχή κοντά στο ζωγραφιστό, όπως έδειξε στο πρώτο ημίχρονο του τελικού με τον Ολυμπιακό, στην τελευταία περίοδο του αγώνα στο τοπ-16 με ΠΑΟ στο ΟΑΚΑ και στους τελικούς της Ισπανίας με αντίπαλο τον Τόμιτς. 

Δυστυχώς στην πράξη η μέση του άρχιζε να τον ταλαιπωρεί, έμεινε λίγο έξω και όταν επανήλθε όχι μόνο δεν μπορούσε να προσαρμοστεί εύκολα, αλλά και την στιγμή που φαινόταν να κάνει το δεύτερο καλό του ματς μέσα στην σεζόν (μετά από αυτό στην έδρα της Σιένα) αναμείχθηκε σε επεισόδιο με τον Μενσά Μπονσού και τιμωρήθηκε με τρείς αγωνιστικές κάτι που μπορεί να αποτέλεσε την αρχή της αντίστροφης μέτρησης για την παρουσία του στον Ολυμπιακό. 
Και ακόμα και αν ο Ολυμπιακός δεν πρόλαβε να προχωρήσει περιπτώσεις όπως των Αζινκά, Ταίους και του Σερμαντίνι στην αρχή του τοπ16, ο Μπέγκιτς ουσιαστικά έμενε μέχρι να φύγει.

Το παιχνίδι στο Μιλάνο και το χρονικό σημείο που μπήκε φανέρωσε ότι δεν είχε πια την εμπιστοσύνη του Μπαρτζώκα, μια κατάσταση που δεν άλλαξε ούτε με την άνοδό του στα ματς με Λαμποράλ, Μάλαγα και Εφές, ούτε με την ολιγόλεπττη αλλά  καλή παρουσία στο ματς με τον ΠΑΟ στο ΟΑΚΑ, για την Ευρωλίγκα, όπου ανάγκασε για πρώτη και τελευταία φορά τους οπαδούς του Ολυμπιακού να πάρουν το μέρος του, ζητώντας τον λόγο από τον Μπαρτζώκα γιατί δεν τον έβαλε περισσότερο. 
Κάπως έτσι η  συνεργασία μεταξύ των δύο πλευρών τελείωσε άδοξα, με τον Μπέγκιτς να κάθεται στο υπόλοιπο της σεζόν χωρίς να βρει άλλη ομάδα, αλλά απολαμβάνοντας τον ήλιο της Ελλάδας και το πλουσιοπάροχο συμβόλαιο που του έδωσε ο Ολυμπιακός .

Το ύψος του συμβολαίου του είναι αρκετά μεγάλο για να μην χωράνε αναλύσεις αλλά αν το καλοκαίρι γινόταν μια απόκτηση δεύτερου σέντερ με ταχύτητα, ίσως ο Μπέγκιτς να μπορούσε να προσφέρει πιο άνετα ως τρίτος ψηλός και σέντερ για ειδικές αμυντικές αποστολές σε Τόμιτς και Πλαις.  Για κάτι παραπάνω δύσκολα...
Πιθανόν θα μπορούσε να γίνει καλύτερη διαχείριση του φέτος. Για παράδειγμα στα ματς με τον Παναθηναικό θα μπορούσε να εκμεταλευτεί τις αλλαγές στα σκρινς που έκαναν οι πράσινοι αλλά όλα αυτά δεν έχουν πολύ νόημα για μια μεταγραφή που στράβωσε από την αρχή.



Βασίλης Καββαδάς

Ξεκίνησε την χρονιά στον Πανιώνιο, στον όποιο δεν έπαιρνε αυξημένο χρόνο συμμετοχής σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια, αλλά τον ευνόησαν οι συγκυρίες με Μπέγκιτς και Σίμονς που έκαναν επιτακτική την απόκτηση του από Ολυμπιακό για να υπάρχει ένας σέντερ πίσω από τον Ντάνστον σε συνδυασμό με το γεγονός ότι δεν υπήρχαν και πολλοί διαθέσιμοι διεθνείς Έλληνες σέντερς που να ήταν τόσο φθηνοί. 

Στην ουσία αν και δεν εμφανίστηκε καθόλου ψαρωμένος στο Ευρωπαϊκό ντεμπούτο του με τα ερυθρόλευκα στο Μόναχο και έδειξε κάποια καλά δείγματα σε εντός έδρας ματς της Α1 στο ΣΕΦ όπως με τους Πανιώνιο και ΚΑΟΔ, ήταν λογικό ότι φέτος δεν θα αναλάμβανε κάποιον ουσιαστικό ρόλο στην ομάδα του Πειραιά. 

Σαφώς χρειάζεται βελτίωση στο αμυντικό κομμάτι, ειδικά στα πόδια, να είναι λιγότερο ωμός στο αντίστοιχο επιθετικό αλλά και να βάζει τις βολές καθώς δεν είχε ούτε καν 50% ποσοστό ευστοχίας.  
Παρόλα αυτά αυτό που θα μπορούσαμε να πούμε εκ των υστέρων είναι, ότι εφόσον ο Σερμαντίνι δεν χρησιμοποιήθηκε σχεδόν καθόλου στους τελικούς, η χρήση του Καββαδά ως τρίτου σέντερ για να ξεκουράσει τους άλλους και να δώσει περισσότερο ξύλο θα ήταν πιο χρήσιμη δίνοντας παράλληλα την δυνατότητα για επιπλέον περιφερειακή ενίσχυση, η όποια με βάση τα πεπραγμένα στους τελικούς της Α1 φάνηκε τελικά πόσο απαραίτητη θα ήταν. 

Σε κάθε περίπτωση πρέπει να μείνει ως συμπληρωματικός  σέντερ, που αξίζει να δουλευτεί με δεδομένο ότι μοιάζει τόσο γυμνασμένος όσο οι Μπουρούσης, Σχορτσιανίτης και Βουγιούκας μαζί, οι οποίοι, με εξαίρεση τον Κουφό, αποτελούν τον μέσο  Έλληνα διεθνή σέντερ.