Ο δρόμος


Φαντάζομαι ότι για τους περισσότερους η ιστορία που κορυφώθηκε τους τελευταίους τρεις μήνες για να ολοκληρωθεί χτες, ξεκίνησε πριν 15 χρόνια στη Ρώμη.
Όταν ο Ντούσαν Ίβκοβιτς ανέλαβε για δεύτερη φορά την τεχνική ηγεσία του Ολυμπιακού τον Ιούλιο του 2010, οι συνειρμοί με τον πρώτο ευρωπαϊκό τίτλο της ομάδας ήταν αναπόφευκτοι - τόσο για εκείνους που είχαν ζήσει εκείνη τη μαγική χρονιά, όσο και για τους νεότερους που είχαν μεγαλώσει με το μύθο της.
Για μένα, όμως, η φετινή ιστορία ξεκίνησε πολύ αργότερα.
Αύγουστος 2009, τουρνουά Ακρόπολις. Ελλάδα εναντίον Σερβίας.
Η απόφαση να ανέβω στο ΟΑΚΑ για να δω το ματς από κοντά ήταν μάλλον εύκολη. Ήθελα να δω από κοντά τον αδυνατισμένο Σχορτσανίτη, τον Κουφό, αλλά πάνω απ’όλα τον Μίλος και τον Ντούντα.
Όταν εμφανίστηκε στο γήπεδο δεν έμοιαζε στην εμβληματική φυσιογνωμία που θυμόμουν από τις προηγούμενες επιστροφές του στην Ελλάδα, πρώτα με την ΤΣΣΚΑ και στη συνέχεια με τη Ντιναμό Μόσχας. Έδειχνε πιο γερασμένος και το μπανταρισμένο χέρι του δε βοηθούσε την εικόνα του.
‘Πού πας και τραβιέσαι, ρε παππού;', ήταν η πρώτη σκέψη. Η απάντηση ήταν μάλλον πειστική.
Ο Ντούντα είχε στα χέρια του μια ταλαντούχα, αλλά ελαφρώς προβληματική γενιά Σέρβων, που δε δουλεύτηκε με τη μεθοδικότητα στην οποία μας έχει συνηθίσει η συγκεκριμένη σχολή, αφού βγήκε πολύ νωρίς στη βιτρίνα για να πουληθεί.  
Παρόλα αυτά εκείνο το βράδι προσπαθούσαν  να τηρήσουν απαρέγκλιτα τις αρχές που ο Ίβκοβιτς υπηρετεί εδώ και δεκαετίες.
Οι αποστάσεις στην επίθεση ήταν υποδειγματικές. Η άμυνα πιεστική. Η σταθερότητα στην απόδοση εν μέσω συνεχών αλλαγών πραγματικά απρόσμενη. Και οι όποιες αμφιβολίες για την ενεργητικότητα ή τη θέληση του ‘παππού’ διαλύθηκαν από το πρώτο δεκάλεπτο.
Φωνές στον Μίλος, τεχνική ποινή από το Χριστοδούλου (το προοίμιο της όμορφης βραδιάς που θα ζούσαμε ένα χρόνο αργότερα στο ίδιο τουρνουά), ουδεμία αμφιβολία για το ποιος έκανε κουμάντο.


Στο τέλος του παιχνιδιού είχα καταλήξει ότι ο Σοφός μπορεί και να έκανε αυτό το τσούρμο κανονική ομάδα.
Λίγες μέρες αργότερα κέρδισε εύκολα την Ισπανία στην πρεμιέρα του Ευρώμπασκετ. Ο Ντούντα δεν είχε φτιάξει απλά μια ομάδα. Κατάφερε να σώσει το πιο προβλέψιμο Ευρωμπάσκετ των τελευταίων χρόνων.
Εξάντλησε τις δυνατότητες και το βάθος του ρόστερ του, δε φοβήθηκε να τρέξει, έδωσε στο Μίλος την ελευθερία που χρειαζόταν χωρίς όμως να του επιτρέπει να λειτουργεί εις βάρος του συνόλου, με δυο λόγια έδειξε σε όλους τι σημαίνει σωστό και σύγχρονο μπάσκετ.
Το αργυρό μετάλλιο με μια ομάδα που κανείς δεν υπολόγιζε ήταν απλά ένα συμπλήρωμα. Η πραγματική απόδειξη για τη δουλειά που έκανε είναι ότι ο περισσότερος κόσμος ήθελε να δει τι δική του ομάδα.



Εκείνη η ομάδα και τα όσα πέτυχε εκείνη το καλοκαίρι στην Πολωνία και το επόμενο στο Μουντομπάσκετ της Τούρκιας, ήταν ο βασικός λόγος για τον οποίον πίστευα ότι  η επιστροφή του Ίβκοβιτς στον Ολυμπιακό είχε μια ιδιαίτερη σημασία.
Μέχρι εκείνο το σημείο η ομάδα είχε επιστρέψει στο κορυφαίο επίπεδο του Ευρωπαϊκού μπάσκετ κόβοντας δρόμο (και σπαταλώντας αδιανόητα χρηματικά ποσά).
Η έλλειψη στέρεων βάσεων και ορισμένων αναγκαίων αρχών ήταν δύο από τους σημαντικότερους λόγους για τους οποίους αυτή η προσπάθεια παρέμενε ημιτελής.
Ο Ντούντα μόλις είχε αποδείξει ότι μπορούσε να καλύψει αυτά τα κένα. Το πρόβλημα είναι ότι στην πρώτη του χρονιά κλήθηκε να δουλέψει υπό τελείως διαφορετικές συνθήκες. Έπρεπε να κερδίσει αμέσως, όχι να χτίσει μια ομάδα από την αρχή.
Οι παίκτες που είχε στη διάθεση του ήταν αρκετά έμπειροι και το ταλέντο δεν έλειπε. Η διαφορά με το ‘97, όμως, ήταν ότι έλειπε η σωστή νοοτροπία.   



Έτσι, σε αρκετά παιχνίδια της περιόδου 2010-2011 ο Ίβκοβιτς έδειχνε να προσπαθεί να υπερασπιστεί τις αρχές του αντί να κερδίσει.
Η ομάδα κατάφερε να βρει ρυθμό, σημειώνοντας πέντε σερί νίκες στο τοπ-16 και ολοκληρώνοντας αήττητη την κανονική περίοδο στο ελληνικό πρωτάθλημα.
Αλλά το καλό μπάσκετ των αρχών του 2011 δεν σήμαινε ότι η ομάδα είχε βρει τα στοιχεία που της έλειπαν.
Η τιμωρία του Μπουρούση, η μέτρια απόδοση του Τεόντοσιτς και τα ημιδημόσια παράπονα του Παπαλουκά για τη συμπεριφορά του προπονητή απέναντι του, έδειχναν ότι ακόμα υπήρχαν άλυτα εσωτερικά ζητήματα.
Η ανυπαρξία των Νίλσεν και Κέσελ, που ήρθαν ως προσωπικές επιλογές του Ντούντα, σε συνδυασμό με το συνεχές ανακάτεμα της δωδεκάδας καθόλη τη διάρκεια της χρονιάς αποτελούσαν δύο ακόμα πηγές αστάθειας.
Ο αποκλεισμός από τη Σιένα ανέδειξε τη σοβαρότητα αυτών των προβλημάτων και στα δικά μου μάτια τουλάχιστον στέρησε από τον Ίβκοβιτς μέρος της αύρας του ‘97.

Υπάρχουν αρκετές εξηγήσεις για την εξέλιξη εκείνης της σειράς.
Τόσο ο Μίλος όσο και ο Σπανούλης αντιμετώπιζαν προβλήματα τραυματισμών.
Η σαραντάρα στο πρώτο παιχνίδι αποσυντόνισε την ομάδα.
Το βασικό ζήτημα, όμως, ήταν ότι ο Ντούντα δεν μπόρεσε να αντιμετωπίσει τους βασικούς άξονες της επίθεσης των Ιταλών.
Η flat αντιμετώπιση των πικ εν ρολ, με τον ψηλό να μένει στη ρακέτα, επέτρεψε στον Γιάριτς και τον Καουκένας να βρουν ένα σωρό ελεύθερα (και συνήθως εύστοχα) σουτ από μέση απόσταση.
Την ίδια στιγμή οι σέντερ έπρεπε να ακολουθούν την κίνηση του χειριστή της μπάλας, με αποτέλεσμα ο Χέρσον να προκαλέσει τεράστια ρήγματα μέσα στη ρακέτα, αφού ούτε ο Παπανικολάου, ούτε ο Κέσελ, ούτε ο Παπαλουκάς (ως τριάρι) μπόρεσαν να τον σταματήσουν χωρίς βοήθειες.
Οι προσαρμογές που περίμενα από τον πάγκο δεν ήρθαν ποτέ. Η ομάδα ακολούθησε το αρχικό της πλάνο και αυτό την οδήγησε στην καταστροφή.

Μετά τον αποκλεισμό στο τέταρτο ματς η μόνη ερμηνεία που μπορούσα να δώσω ήταν ότι ο Ντούντα τρελάθηκε: έκανε το ίδιο πράγμα επί τρία ματς, περιμένοντας διαφορετικό αποτέλεσμα.
Η μάλλον αλλοπρόσαλλη διαχείριση του πρώτου τελικού για το ελληνικό πρωτάθλημα εκείνης της περιόδου δοκίμασε ακόμα περισσότερο την πίστη μου στον προπονητή που είχα θαυμάσει στον πάγκο των Σέρβων μόλις λίγους μήνες πριν.
Μήπως ο Ντούντα δεν ήταν πλέον ο κατάλληλος άνθρωπος για μια ομάδα πρωταθλητισμού; Αυτή τη φορά, η απάντηση που ακολούθησε ήταν κάτι παραπάνω από πειστική.



Το έργο του Ίβκοβιτς είχε ολοκληρωθεί πολύ πριν τους δύο τίτλους που σφράγισαν τη φετινή χρονιά.
Η σειρά με τη Σιένα είχε ήδη κατοχυρώσει την παρακαταθήκη του Ντούντα στον Ολυμπιακό. Εν μέσω διοικητικής αβεβαιότητας, περικοπών του μπάτζετ και δραστικών αλλαγών στο ρόστερ, ο Ντούντα έφτιαξε μια ομάδα που συνδύαζε προοπτική δεκαετίας, μέταλλο πρωταθλητισμού και αγωνιστική συμπεριφορά υψηλού επιπέδου.

Οι αλλαγές μαρκαρισμάτων στα σκριν ανάμεσα σε ψηλό και κοντό, η πίεση πάνω στη μπάλα, οι αντιδράσεις των υπόλοιπων παικτών όταν ο Σπανούλης ήταν κλεισμένος, το βάθος, η ψυχραιμία όταν το ματς στράβωνε, η αποτελεσματικότητα στον αιφνιδιασμό, ο πλουραλισμός στο σκοράρισμα, όλα αυτά τα στοιχεία δίνουν σήμερα την ευκαιρία στον Ολυμπιακό να διατηρηθεί στο υψηλότερο επίπεδο χωρίς να εξαρτάται από το πορτοφόλι των ιδιοκτητών του.
Ίσως αυτή η δυνατότητα εξηγεί τη δήλωση του Ντούντα μετά το οργασμικό τρίτο ματς απέναντι στους Ιταλούς: “πιστεύω ότι λίγες ομάδες στην Ευρώπη παίζουν μπάσκετ σαν του Ολυμπιακού".


Φυσικά οι τίτλοι είναι αυτοί που κάνουν τη διαφορά σε μια ομάδα σαν τον Ολυμπιακό.
Μόνο που αυτοί εξαρτώνται και από λεπτομέρειες που δεν μπορεί να ελέγξει κανένας προπονητής.
Το χαμένο ριμπάουντ του Ντόρσεϊ ενώ έμενε κάτι λιγότερο από ένα λεπτό για τη λήξη του ημιτελικού του φάιναλ φορ οδήγησε σε ελεύθερο τρίποντο από τον Ουέρτας.
Αν εκείνο το σουτ είχε βρει στόχο, ίσως να μην είχαμε ζήσει τη μαγική βραδιά που ακολούθησε 48 ώρες αργότερα.
Η ίδια λογική ισχύει και για τις βολές του Σισκάουσκας. Επιπλέον, η τύχη βοήθησε τον Ολυμπιακό και τον προπονητή του όταν οι δύο παίκτες που έλειπαν από το φετινό ρόστερ έμειναν ξαφνικά ελεύθεροι στη μέση της χρονιάς.
Και αν ψειρίσουμε το κάθε ματς ξεχωριστά, θα βρούμε κάποια λάθη στη διαχείριση από τον πάγκο. Αλλά το φετινό έργο του Ίβκοβιτς δεν μπορεί να κριθεί με αυτούς τους όρους. Όπως λέει και ο ίδιος, είναι άδικο για έναν προπονητή να κρίνεται μόνο μέσα από τους τίτλους.


Ο Ντούντα προσφέρει στο διάδοχο του τη δυνατότητα να διαχειριστεί μια ομάδα δεμένη, σύγχρονη και στιβαρή.
Μια ομάδα που ξέρει να παίζει σωστό μπάσκετ.
Μένει η διοίκηση να κάνει αυτό που πρέπει. Ο Ολυμπιακός απέκτησε επιτέλους την ομάδα μπάσκετ που αρμόζει στο μέγεθος του συλλόγου.
Απαλλαγμένη από νεόπλουτους, μαλάκες και φυγόπονους.
Αυτή είναι και η ουσία των όσων κατάφερε φέτος ο Σοφός.
Έδειξε το δρόμο και εξήγησε στους πάντες γιατί πρέπει να τον ακολουθήσουν μέχρι τέλους. Οι τίτλοι έρχονται ως φυσικό επακόλουθο. Και επειδή αυτός που ανοίγει το δρόμο είναι πάντοτε πιο σημαντικός από αυτόν που τον διανύει, ο Ντούντα δε θα ξεχαστεί ποτέ.

@rodhig7