Ο σχεδιασμός και ο Μιλουτίνοφ


Ας αρχίσουμε από το προφανές: ο Ολυμπιακός ρισκάρει. 
Λιγότερο προφανής είναι ο λόγος για τον οποίο ρισκάρει.
Η επιλογή για το κλείσιμο των θέσεων των ξένων με τον Νίκολα Μιλουτίνοφ, έναν ακόμα σέντερ, αντί για ένα τεσσάρι, δημιουργεί μια περίεργη κατάσταση: ούτε ενισχύει τα πλεονεκτήματα που ήδη έχει η ομάδα,  ούτε γεμίζει τα κενά που ενδέχεται να εμφανιστούν. 

Για να το πούμε απλά, ο Σφαιρόπουλος θα πρέπει να σχεδιάσει την επίθεση της ομάδας έχοντας στο μυαλό του ότι ο αντίπαλος θα στέλνει συνεχώς βοήθειες μέσα στη ρακέτα από τη θέση του power forward, ποντάροντας ότι τα ποσοστά των Πρίντεζη και Αγραβάνη θα τον δικαιώσουν.

Υπάρχουν φυσικά επιχειρήματα για να τεκμηριώσουν την αντίθετη άποψη. 
Καταρχήν ο Ολυμπιακός κατέκτησε δύο Ευρωλίγκες (μπακτουμπακ) χωρίς κλασικό σουτέρ στο 4. 
Η απάντηση είναι ότι ο πρώτος από αυτούς τους τίτλους βασίστηκε σε μια καταπληκτική αμυντική επίδοση (και, όπως θα φανεί παρακάτω, ο Μιλουτίνοφ δύσκολα θα αναβαθμίσει τη λειτουργία του Ολυμπιακού σε αυτή την πλευρά του γηπέδου), ενώ η πορεία προς τον δεύτερο χαρακτηρίστηκε σε μεγάλο βαθμό από την υπέρβαση που έκαναν δύο παίκτες από τα 6.75. 
Αυτοί ήταν ο Λο και ο Παπανικολάου. 
Θα βρει ο Ολυμπιακός τέτοια στηρίγματα φέτος, στους Χάκετ και Στρόμπερι ή Παπαπέτρου για παράδειγμα; Είπαμε, ρίσκο.

Ένα άλλο αντεπιχείρημα είναι ότι υπάρχουν αρκετές ομάδες που λειτουργούν εξαιρετικά στην επίθεση χωρίς κλασσικό σουτέρ σε μία από τις δύο θέσεις ψηλών - η Χίμκι με τον Όγκουστιν δίπλα στον Ντέιβις, η Ρεάλ με τον Ρέγιες δίπλα στον όποιο σέντερ, η Μπαρτσελόνα με τον Λάμπε. 

Εδώ η απάντηση είναι πιο σύνθετη. Αυτές οι ομάδες, εκτός από τεσσάρια παλαιάς κοπής, διαθέτουν επίσης περιφερειακές απειλές σε αυτή τη θέση - η Χίμκι τον Μόνια, η Ρεάλ παλαιότερα τον Μίροτιτς και τώρα τον Νοτσιόνι, η Μπαρτσελόνα τον Ντόελμαν. 
Επομένως δεν ζουν και πεθαίνουν με σχήματα που μπορούν να προκαλέσουν μποτιλιάρισμα κοντά στο καλάθι. 
Στον Ολυμπιακό τέτοιος παίκτης δεν υπάρχει.

Ένα άλλο πλεονέκτημα που διαθέτουν αυτές οι ομάδες, είναι ότι διαθέτουν περιφερειακούς οι οποίοι σουτάρουν τόσο καλά βγαίνοντας από σκριν ώστε να τραβάνε βοήθειες πάνω τους και να ανοίγουν χώρο μέσα στη ρακέτα (Κάρολ, Ναβάρο, Όλεσον). 
Επίσης, στη γραμμή των ψηλών υπάρχουν καλοί πασέρ για να αξιοποιούν την κίνηση των συμπαικτών τους χωρίς την μπάλα και κάνουν την επίθεση λιγότερο προβλέψιμη (Τόμιτς, Όγκουστιν, Αγιόν). 
Χάρη στους Σπανούλη και Λοτζέσκι, ο Ολυμπιακός πληροί την πρώτη προϋπόθεση. 


Ο Μιλουτίνοφ, βάσει των όσων έδειξε με την Παρτιζάν μπορεί να βοηθήσει στη δεύτερη. 
Ο Ντούσκο Βουγιόσεβιτς αρέσκεται να παίζει αρκετά με δίδυμους πύργους στην ρακέτα. 
Αυτό σημαίνει ότι οι σέντερ της Παρτίζαν έχουν μάθει να βλέπουν γήπεδο, είτε από την κορυφή της ρακέτας είτε από το low post.  
Επομένως οι συνεργασίες με τον Πρίντεζη, όταν ο τελευταίος θέλει να παίξει με πλάτη, ή με τους παίκτες της αδύνατης πλευράς όταν κόβουν προς το καλάθι θα αποτελέσουν επιλογή όταν ο νεαρός Σέρβος βρίσκεται στο παρκέ. 

Για να λειτουργήσουν όμως, τέτοιες φάσεις, χρειάζονται χώροι και αξιόπιστη απειλή από τον παίκτη που πασάρει, προκειμένου να αναγκάσει την άμυνα να μετακινηθεί. 
Ως προς τους χώρους δεν υπάρχουν εύκολες απαντήσεις. Άλλωστε η Παρτίζαν σπάνια είχε επιθετικές επιδόσεις άνω του μετρίου τα τελευταία χρόνια.


Ως προς την ικανότητα του Μιλουτίνοφ να δημιουργήσει φάσεις για τον εαυτό του, υπάρχουν δύο στοιχεία που χρήζουν ανάλυσης. 
Το πρώτο είναι τα σουτ που συχνά επιχειρεί από μέση απόσταση. 
Δεν έχει σταθεροποιήσει ακόμα τα ποσοστά του, αλλά για τη θέση που παίζει έχει πολύ καλή τεχνική, ενώ προς το τέλος της περσινής χρονιάς έδειξε σαφή βελτίωση, ειδικά όταν έβρισκε μπροστά του τον Μπόμπαν Μαριάνοβιτς, ο οποίος τον υποχρέωνε να παίζει περισσότερο εκτός ρακέτας. 

Αν η πρόοδος σε αυτό το κομμάτι συνεχιστεί, τότε θα υποχρεώνει τους προσωπικούς αντιπάλους του να τον ακολουθούν έξω από το καλάθι. 
Με άλλα λόγια, οι χώροι που χάνονται στο μισό γήπεδο από τη θέση τέσσερα, ίσως ανοίξουν, τουλάχιστον εν μέρει, από τη θέση πέντε.

Το δεύτερο στοιχείο είναι το παραδοσιακό παιχνίδι με πλάτη. 
Εδώ υπάρχουν λιγότεροι λόγοι αισιοδοξίας. 
Ο Μιλουτίνοφ δεν έχει τη δύναμη ώστε να κλειδώσει έναν μέσο σέντερ Ευρωλίγκας βαθιά μέσα στη ρακέτα. Επίσης δεν αξιοποιεί τα τελειώματα με ταμπλό όσο πρέπει, ούτε είναι εύκολο να παίξει με πρόσωπο προς το καλάθι. Μπορεί φυσικά να σουτάρει πάνω από την άμυνα, αλλά το χουκ στο οποίο συχνά καταφεύγει δεν είναι ιδιαίτερα αξιόπιστο. Κοινώς, ο νέος σέντερ του Ολυμπιακού σκοράρει κυρίως μέσα από πικ εν ρολ. 
Ακριβώς όπως και οι άλλοι δύο.

Αμυντικά, ο Μιλουτίνοφ δύσκολα θα ανταποκριθεί στην περσινή στρατηγική του Σφαιρόπουλου, που έφερνε τους ψηλούς ακόμα και πέρα από τη γραμμή του τριπόντου, είτε σε αλλαγές ψηλού-κοντού, είτε σε δυναμικές εξόδους. 

Το ερωτηματικό που δημιουργείται έχει να κάνει με τους περιορισμούς που του επέβαλλε η τακτική της Παρτιζάν - ο Βουγιόσεβιτς παίζει επικό ταμπούρι στην άμυνα. 
Αυτό δε σημαίνει υποχρεωτικά ότι ο Μιλουτίνοφ μπορεί να επιβιώσει μόνο σε αυτό το στιλ. Άλλωστε η ταχύτητα και η ευελιξία του είναι σε πολύ καλό επίπεδο για το ύψος του. 
Το πρόβλημα είναι ότι βάσει footwork και ικανότητας να ξαναβρίσκει τον παίκτη του αφού βοηθήσει πάνω στην μπάλα, ο Μιλουτίνοφ λογικά θα ζοριστεί σε τόσο επιθετικές άμυνες. 


Εκεί όπου σίγουρα θα ταιριάξει με τους υπόλοιπους είναι ο ρυθμός με τον οποίο κάνει φάουλ. Με τα όσα έχει δείξει μέχρι σήμερα, όμως, είναι αμφίβολο αν θα βοηθήσει περισσότερο στην άμυνα από τον Αγραβάνη, όταν ο τελευταίος έπαιζε πεντάρι. 
Ίσως πάλι εξελιχθεί σε ικανό αμυντικό όταν αλλάζει σε κοντύτερο παίκτη, αφού μπορεί να δίνει χώρο καλύπτοντας παράλληλα το περιφερειακό σουτ χάρη στα μακριά χέρια του. 

Για να τα κάνει όλα αυτά, βέβαια, πρέπει να παίξει. Και η διαίρεση 40 (λεπτά) δια τρεις (σέντερ) δεν είναι όσο απλή φαίνεται. 
Κανείς δεν πιστεύει ότι ο Μιλουτίνοφ αποκτήθηκε ως ο κλασικός τρίτος σέντερ και καμιά φορά η πληρότητα μπερδεύεται με τις φθίνουσες οριακές αποδόσεις, ειδικά όταν η χημεία δεν είναι δεδομένη. 
Ο αντίλογος εδώ έχει να κάνει με τις εναλλακτικές λύσεις σε περίπτωση τραυματισμών. Πριν, όμως, ψάξεις τις εναλλακτικές λύσεις πρέπει να έχεις φτιάξει σταθερό κορμό.

Όλα αυτά ανεβάζουν τον πήχυ για τον Σφαιρόπουλο. 
Πέρσι, τα πραγματικά καλά ματς της ομάδας στην επίθεση είχαν κατά κανόνα ως σημείο αναφοράς την περιφερειακή ευστοχία. 
Αν φέτος υπάρξει μετάβαση σε άλλο στιλ παιχνιδιού, το ρόστερ από μόνο του δεν αρκεί. Χρειάζονται νέες αρχές, νέα συστήματα και πολύ δουλειά. 
Επιπλέον, η περσινή προσήλωση της ομάδας στο στόχο βασίστηκε στη δίκαιη μεταχείριση όλων των παικτών. 
Φέτος αυτό σημαίνει ότι οι ισορροπίες μεταξύ των τριών σέντερ πρέπει να διατηρηθούν το πολύ μέχρι τον Δεκέμβριο. 
Στη συνέχεια, όταν σφίξουν τα γάλατα, θα πρέπει να παίζουν οι καλύτεροι. 
Ο Μιλουτίνοφ έχει στοιχεία που του επιτρέπουν να διεκδικήσει σημαντικό ρόλο. Έχει όμως και πολλά ερωτηματικά. 
Ας ελπίσουμε ότι ο κόουτς θα συνεχίσει πάνω στον περσινό δρόμο.