Ο όμιλος του Ολυμπιακού




Για την πρώτη χρονιά του Ίβκοβιτς στην Εφές Αναντολού μπορούν να χρησιμοποιηθούν διάφοροι χαρακτηρισμοί... 

Tο "πετυχημένη" όμως δεν θα συμπεριλαμβανόταν μέσα σε αυτούς γιατί μπορεί η ομάδα να πραγματοποίησε μερικούς μίνιμουμ στόχους, όπως η πρόκριση στα προημιτελικά της Ευρωλίγκας και η κατάκτηση του Κυπέλλου, όμως δεν μπόρεσε να εκπληρώσει παράλληλα και τους πιο βασικούς: την είσοδο στο Final Four και την κατάκτηση του πρωταθλήματος. 

Ταυτόχρονα, η Εφές δεν έπεισε ευρωπαϊκά από το ΤΟΠ-16 και μετά, παρά την φαινομενικά μεγάλη ενίσχυση με τον ερχομό του Ερτέλ στο μέσο της χρονιάς και την επάνοδο του Κρστιτς που είχε χάσει μερικά ματς της 1ης φάσης των ομίλων. 

Στο πρωτάθλημα, δεν κατάφερε να εκμεταλλευτεί τον αποκλεισμό της Φενέρ στα ημιτελικά και το πλεονέκτημα έδρας στους Τουρκικούς τελικούς απέναντι στην Καρσίγιακα στους όποιους έχασε καθαρά με 1-4 έστω και αν είχε ως δικαιολογίες τα προβλήματα για το βασικό δίδυμο των πλέι-μεικερ, με την τιμωρία του Ερτέλ και την απουσία του Ντρέιπερ.

Όμως όπως ξέρουμε, οι Τούρκοι δεν πτοούνται από τις αποτυχίες συνεχίζοντας να ρίχνουν αβέρτα χρήματα στο μεταγραφικό παζάρι για να ενισχύσουν τις ομάδες τους και η Εφές φέτος δεν αποτέλεσε την εξαίρεση σε αυτήν τη συνήθεια των ομάδων από την γείτονα χώρα. 

Αρκετοί ξένοι της σαιζόν 2014-2015 την πλήρωσαν, ο Λάσμε του μετριότατου ΤΟΠ-16, ο Τζάνιγκ των χαμηλών ποσοστών από τα 6.75 στα ματς με την Καρσίγιακα, ο Περπέρογλου που ήταν μοιραίος σε κάποια κρίσιμα σημεία στα προημιτελικά της Ευρωλίγκας και στους Τουρκικούς τελικούς, αλλά και οι φιλότιμοι Ντρέιπερ και Μίλκο Μπιέλιτσα. 

Τα νέα αποκτήματα της Εφές, ανεβάζουν θεωρητικά την ποιότητα των Τούρκων στις θέσεις των ξένων και διαμορφώνουν ένα ρόστερ, που σε αντίθεση με το αντίστοιχο περσινό ξεκίνημα, διαθέτει δυο από τους κορυφαίους πλει-μεικερ των Ευρωπαϊκών παρκέ, τους Γκρείντζερ και Ερτέλ, οι όποιοι θα έχουν την πολυτέλεια να παίξουν πικ εν ρολ με μια τριάδα σέντερ όπως οι Ντάνστον, Ταιους και Κρστιτς, και να έχουν ως συμπαίκτες δυο 4άρια (Μπραουν, Σάριτς), που θα μπορούσαν να παίξουν ως βασικοί σε όλες τις ευρωπαϊκές ομάδες συμπληρώνοντας έτσι μια αξιοζήλευτη γραμμή ψηλών. 

Από την άλλη η περιφέρεια δεν μοιάζει ανάλογα ισχυρή με την front-line αλλά ήδη από την pre-season, είδαμε εφαρμογή πεντάδων με Γκρέιντζερ και Ερτέλ μαζί, και αυτό μαζί με το φονικό σουτ του Ντίμπλερ, την παρουσία πολύ ταλαντούχων Τούρκων όπως των Οσμαν και Κορκμαζ ή πιο έμπειρων όπως του Μπατουκ και του Μπαλμπάι, μπορεί να δώσει το απαραίτητο βάθος για μια μεγάλη σαιζόν με πολλούς αγώνες. 

Ενδεχομένως όμως το ακόμα μεγαλύτερο στοίχημα, είναι το αμυντικό κομμάτι καθώς τη περασμένη σαιζόν ο Ντούντα, αποδείχθηκε εξαιρετικά αφελής, στην πεποίθηση του ότι πεντάδα με Ερτέλ, Περπέρογλου και Κρστιτς, θα μπορούσε να διατηρήσει την αμυντική αποτελεσματικότητα που υπήρχε πριν τον ερχομό του διεθνή Γάλλου ποιντ-γκαρντ. 

Έτσι, δεν ήταν τυχαία η ενίσχυση της αθλητικότητας στους ψηλούς που θα παίξει ρόλο στην επαναφορά ενός σκληρότερου αμυντικού προσώπου μαζί με την δυνατότητα για αλλαγές στα σκρινς απο τους ψηλούς, συν ότι ο νεοεισερχόμενος Γκρείντζερ σίγουρα δεν είναι τόσο ευάλωτος αμυντικός όσο ο Ερτέλ.


Το δεδομένο είναι ότι η Εφές  μετά την αποχώρηση των Μίλκο Μπιέλιτσα και Περπέρογλου, (και μέχρι να επιστρέψει ο Κρστιτς), θα παρουσιάσει ένα μερικώς διαφοροποιημένο πρόσωπο με λιγότερο low-post παιχνίδι, βασιζόμενη κυρίως στην δημιουργία των Γκρειντζερ και Ερτέλ στο παιχνίδι με πρόσωπο και στα σουτ, με τον Μπατούκ να δείχνει στον τελικό του Τουρκικού Σούπερ Καπ ότι ο Ντίμπλερ δεν είναι ο μόνος αξιοπρόσεκτος περιφερειακός σουτέρ στην συγκεκριμένη ομάδα. 

Προφανώς η Αναντολού δεν είναι η τέλεια ομάδα αφού π.χ. κανένας από τους Γκρείντζερ και Ερτέλ, δεν μπορούν να πιέσουν πάνω στην μπάλα, όπως ο αποχωρήσασας Ντρέιπερ, ενώ ο τραυματίας Μπαλμπάι και οι πολλοί ξένοι θα αναγκάσουν την Εφές να έχει και φέτος δυο διαφορετικές ομάδες εντός και εκτός Τουρκικών συνόρων, αλλά παρόλα αυτά, τα πράγματα είναι απλά όσον αφορά τους στόχους. 
Πρώτη θέση του ομίλου αυτού σε βραχυπρόθεσμο επίπεδο. 
Μακροπρόθεσμα... ασφαλώς Final Four, νταμπλ στην Τουρκία και επικράτηση στις ενδο-κουμπάρικες μονομαχίες με τον Ζέλικο.



Πριν την έναρξη της περιόδου 2014-2015 θα ανέμενε κανείς ότι η Αρμάνι Μιλάνο λόγω της διάλυσης της Σιένα, θα είχε ένα σχετικά εύκολο έργο για το Ιταλικό νταμπλ προσπαθώντας να επαναλάβει τον δύσκολο στόχο της εισόδου στα προημιτελικά της Ευρωλίγκας. Όμως η Αρμανι κατάφερε να κάνει το αδύνατο δυνατό, όχι βέβαια στην Ευρωλίγκα, που έμεινε φυσιολογικά εκτός οκτάδας, αλλά εντός Ιταλίας, τελειώνοντας την χρονιά χωρίς τίτλο. 

Και αν λάβει υπόψη κανείς, ότι χάθηκε ήδη και το φετινό Σούπερ Καπ και το μόνο τρόπαιο, μετά το νταμπλ του 1995-1996, είναι το Ιταλικό πρωτάθλημα του 2014 τότε ένα πράγμα μοιάζει βέβαιο, ότι η Αρμάνι, εκτός από τους αντιπάλους της, θα έχει να αντιμετωπίσει και το ψυχολογικό φορτίο του ίδιου της του εαυτού. 
Μεταξύ των άλλων, ο φετινός όμιλος είναι κατά τα 5/6 ίδιος με αυτόν του 2013 όταν η Αρμάνι αποκλείστηκε από τη πρώτη φάση των ομίλων.

Σε αυτήν την νέα προσπάθεια θα πρέπει να ξεχάσουμε ορισμένες από τις ομάδες του πρόσφατου παρελθόντος οι όποιες είχαν μια περιφέρεια με βεντέτες που δεν τους ήταν πάντα εύκολο να επιβιώσουν με μονάχα μια διαθέσιμη μπάλα όπως αυτή με Λανγκφορντ, Τζερελς, Τζεντιλε, Χάκετ το 2013-14 ή ακόμα και η περσινή με Τζεντιλε, Χάκετ, Μπρουκς, Ραγκλαντ. 

Το μοντέλο για το 2015-2016 περιστρέφεται φανερά γύρω από ένα πρόσωπο, τον Αλεσάντρο Τζεντίλε. 
Αυτός πια είναι το νο.1 πλαισιωμένος με παίκτες υπηρέτες όπως οι Λαφαγιετ, Τζένκινς, Σίμον, Τσιντσιαρίνι, Τσερέλα, που παίζουν όλοι τους περισσότερο ή λιγότερο άμυνα, με ορισμένους να μπορούν να δημιουργήσουν όπως οι Λαφαγιετ, Σιμον, Τσιντσιαρίνι, τον Τζένκινς να έχει πιο εκτελεστικό ρόλο και αν εξαιρέσει κάνεις ίσως τους Τσερέλα και Τσιντσιαρινι, όλους τους υπόλοιπους να μπορούν σε περιόδους φόρμας να απειλήσουν περιφερειακά σε συνεχόμενα παιχνίδια.

Το ερωτηματικό που προκύπτει όμως είναι αν κάποιος από όλους αυτούς θα μπορούσε να σταθεί πλάι στον Τζεντίλε σε ένα ματς τίτλου. Θα δείξει...

Η άλλη διαφορετική πρόθεση της ομάδας του Ρέπεσα είναι η προσπάθεια για μεγαλύτερη προσοχή στην άμυνα. 
Ενδεικτικό για αυτό είναι ότι η Αρμάνι πέρσι είχε ως λύσεις τον Σάμουελς που όσο καλός ήταν μπροστά, τόσο κακός ήταν στα μετόπισθεν, τον Τζέιμς να μην θυμίζει αυτόν της Μακάμπι και τον Κλείζα σε φανερή πτώση και στις δύο πλευρές του παρκέ εξαιτίας των τραυματισμών.

Φέτος το δίδυμο των Χάμελ-Μακλιν, χρησιμοποιείται ως ένα από τα βασικά σχήματα στις θέσεις 4 και 5, καθιστώντας την ομάδα σαφώς πιο ευέλικτη και έτοιμη για switch επιλογές και δυναμικές άμυνες. 
Η επιστροφή του Γκανι Λαγουάλ στο Μιλάνο μπορεί να προσφέρει παιχνίδι πάνω από τη στεφάνη, μαζί και με πιθανώς αρκετά επιθετικά ριμπάουντς από τον ίδιο και τον Μακλιν. 

Μέχρι στιγμής όμως η πραγματικότητα απέχει από τις επιθυμίες του Γιάσμιν Ρέπεσα γιατί εκτός από το αισιόδοξο δείγμα του δεύτερου φιλικού απέναντι στην Μακάμπι, είχαμε τα πιο προβληματικά απέναντι σε Τρέντο και Ρέτζιο Εμίλια και ακόμα και αν υπάρξει καλύτερος έλεγχος των αμυντικών ριμπάουντς από ότι στην 1η αγωνιστική του Ιταλικού πρωταθλήματος, μερικά δεδομένα δεν πρόκειται να αλλάξουν σε ριζικό βαθμό. 

Διότι κάποιες από τις δυναμικές εξόδους του Λαγουάλ θα μοιάζουν σαν αυτές μαινόμενου ταύρου σε κόκκινο πανί, Μάτσβαν και Μπαρατς ανήκουν στην κατηγορία παικτών που δεν πηδάνε την περιβόητη βρεγμένη εφημερίδα, ο Χάμελ μπορεί να είναι μειονέκτημα απέναντι σε ψηλό που ποστάρει και ακόμα και ο Μακλιν, είναι μεν ένας από τους καλύτερους παίκτες, στο πώς τοποθετείται κοντά στην ρακέτα σε επίθεση και άμυνα, όμως δεν είναι από τους κλασσικούς Αμερικάνους που θα βασίσουν την αμυντική δουλειά τους στο παιχνίδι ψηλά.

Τα παραπάνω δεν σημαίνουν ότι πρέπει να παραβλέψουμε την επιθετική ποιότητα των ψηλών της Αρμάνι με τον Μακλιν να ήταν από τις αποκαλύψεις της περσινής Ευρωλίγκα, τον Μάτσβαν να κατέχει ακόμα καλά τα βασικά του μπάσκετ, τον Χάμελ να σκοράρει συχνά διψήφιο αριθμό πόντων και τον Στάνκο Μπάρατς να συμπληρώνει μια γραμμή ψηλών που αν εξαιρέσεις τον Μάγκρο και λιγότερο τον Λαγουάλ, μπορεί με το σουτ της να ταιριάξει ως παρτενέρ του Μακλιν διευκολύνοντάς τον σημαντικά, όπως έκαναν οι Κινγκ, Ραντόσεβιτς Μπανιτς, ώστε να ανοίξουν χώρο για το παιχνίδι του Αμερικάνου κοντά στο καλάθι.


Αν πάντως κάποιος έπρεπε να κάνει μια πρόβλεψη για την πορεία της Μιλάνο, η λογική θα υπεδείκνυε ότι τα πράγματα είναι εξαιρετικά δύσκολα για να επιτύχει κάτι περισσότερο από μια παρουσία στο ΤΟΠ-16. 

Για να κάνει την υπέρβαση και να κλέψει μια θέση στα προημιτελικά, ανάμεσα στις Ρεαλ, Μπαρτσελόνα, ΤΣΣΚΑ, Μακάμπι, τις δυο Ελληνικές και τις Εφές, Φενέρμπαχτσε, θα πρέπει εκτός από ευνοϊκό όμιλο, πραγματικά να ανεβάσει σε υψηλά επίπεδα την άμυνα της και μαζί ο Τζεντίλε να αποδειχθεί για την Αρμάνι Μιλάνο, ότι οι Διαμαντίδης, Ναβάρο και Σπανούλης για Παναθηναϊκό, Μπαρτσελόνα και Ολυμπιακό αντίστοιχα, μια αποστολή που μοιάζει με ανάβαση του Έβερεστ. 

Κάπως έτσι, οι Ιταλοί πρέπει να προσέξουν και πάλι την λεπτή γραμμή ανάμεσα σε στοιχειώδες ομαδικό παιχνίδι και στην στιγμή που το ένστικτό αναλαμβάνει δράση για να αποφύγουν υπερβολικούς ηρωισμούς από τον Τζεντίλε ή κατάχρηση σε περιφερειακή εκδήλωση επιθέσεων συνολικά.


Μπορεί να είχαμε ήδη μια φετινή αναμέτρηση μεταξύ Λιμόζ και Ολυμπιακού ως πρόγευση για το τι θα ακολουθήσει στα επίσημα όμως για τους μεγαλύτερους σε ηλικία φίλους του Ολυμπιακού που πρόλαβαν να ζήσουν τα 90s, τα δυο συγκεκριμένα ματς θα αποτελέσουν μια ευκαιρία για να θυμηθούν εκείνες τις εποχές. όταν η Λιμόζ του Μάλκοβιτς αποτελούσε τον κακό δαίμονα της μεγάλης ομάδας του Ιωαννίδη. 

Τα χρόνια όμως πέρασαν και η ευρωπαϊκή πραγματικότητα της σημερινής Λίμοζ είναι διαφορετική, με χαρακτηριστική την περσινή πορεία της στην Ευρωλίγκα όπου δεν προχώρησε στο ΤΟΠ-16 έχοντας μόλις 2 νίκες σε 10 ματς και την συνέχεια στο Γιούροκαπ, που δεν ήταν ιδιαίτερα εντυπωσιακή με τον όμιλο στην φάση των 32 να είναι ο τερματικός σταθμός. 

Η προσθήκη όμως του Που Τζέτερ στην διάρκεια της σαιζόν, της επέτρεψε την κατάκτηση ενός δεύτερου συνεχόμενου πρωταθλήματος, ένα σπουδαίο κατόρθωμα αν αναλογιστεί κανείς ότι πριν την διετή κυριαρχία της Λιμόζ, είχαμε 8 διαφορετικές πρωταθλήτριες στην Γαλλία σε 9 χρόνια.

Από την περσινή βασική πεντάδα της πρωταθλήτριας, έμειναν μόνο οι Βέστερμαν και Μπουνγκού Κολο και η φετινή σαιζόν ξεκίνησε με την μεγάλη απώλεια του Κάλπεπερ, του πρώτου σκόρερ σε μέσο όρο της VTB league το 2014-2015, που ήρθε να παίξει τον ρόλο του Τζέτερ, αλλά τέθηκε πρόωρα νοκ-αουτ στον φιλικό αγώνα με τον Ολυμπιακό στην Ιταλία, με καταστροφικά αποτελέσματα για τους Λιμουζο οι όποιοι θα πρέπει να κάνουν υπομονή για 2 περίπου μήνες μέχρι να επανέλθει στα παρκέ. 

Αντικαταστάτης του Αμερικάνου είναι ο Χάικο Σαφαρτζικ, που ήταν ακόμα διαθέσιμος στην μεταγραφική αγορά του Οκτώβριου αλλά το απρόοπτο με τον Αμερικάνο γκαρντ, άφησε πίσω του μια περιφέρεια η όποια παραμένει μάλλον το καλύτερο κομμάτι της Λιμοζ με δυνατότητα ελέγχου του ρυθμού μέσω χρήσης των δύο ποιντ-γκαρντ Βέστερμαν και Σαφαρτζικ, απειλητικό περιφερειακό σουτ γιατί υπάρχει μεταξύ των άλλων και ο sharpshooter Γκειτενς, αλλά καλώς ή κακώς δεν συγκροτείται απαραίτητα από παίκτες που θα επιδιώξουν την επαφή κοντά στο καλάθι και το drive. 
Το αποτέλεσμα είναι η αναλογία διπόντων-τριπόντων να προϊδεάζει όσους δεν έχουν παρακολουθήσει ολόκληρους αγώνες της συγκεκριμένης ομάδας. 

Εξίσου δυνατό κομμάτι της Λιμόζ είναι η θέση του σμολ φόργουορντ, όπου τα αθλητικά προσόντα του Μπουνγκού Κολό και το μυαλό του Μαρκ Πειν (που προέρχεται από εκπληκτική χρονιά στην Σαλόν Ρεμς), παρέχουν έναν κλασσικό συνδυασμό παικτών που κάνουν πολλά πράγματα στο γήπεδο (σε ριμπάουντ, ασσιστ, κλεψίματα, και παιχνίδι κοντά στο καλάθι) και θα είναι απαραίτητα για την ισορροπία μιας ομάδας που δυστυχώς η γραμμή των ψηλών της δεν ακολουθεί σε ποιότητα τις υπόλοιπες γραμμές.

Η αποχώρηση του Μόερμαν προς την Μπανβιτ ήταν το πλήγμα εδώ για μια front line που πέρα από τον ....αμφιδέξιο Αλί Τραορέ και τον Γουίλ Ντάνιελς, αρκείται στον συνδυασμό του θηριώδη Ζερμπό, του Καμαρά και του Βοιτσετσοφσκι, που χρησιμοποιείται ως power forward, να έχει πετύχει 1 πόντο σε τρία φετινά ματς του Γαλλικού πρωταθλήματος.


Η έδρα της Λιμοζ είναι ένα όπλο υπέρ της, οι Κάλπεπερ, Βέστερμαν, Μπουνγκού Κολό, Τραορε, έχουν όλα τα εχέγγυα για να παίζουν και σε ομάδες καλύτερου επιπέδου, αλλά παραμένει ερωτηματικό αν η επιθετική ποιότητα της Λιμοζ είναι αρκετή για να προσπεράσει δύο ομάδες αυτού του ομίλου. 

Οι μέχρι τώρα επιδόσεις απέναντι στις δύο πιο σοβαρές ομάδες που βρήκε στα μέχρι τώρα επίσημα παιχνίδια πάντως είναι αποθαρρυντικές με τους Λιμουζό να σκοράρουν 68 πόντους απέναντι στην Ναντέρ και 59 με αντίπαλο την περσινή φιναλίστ Στρασμπουργκ, προκαλώντας τους λάτρεις του στοιχήματος να ποντάρουν πάνω στην Λιμοζ για να κάνει το back to back της χειρότερης επίθεσης της Ευρωλίγκας ανά παιχνίδι.



Ο απολογισμός των τελευταίων 6 ετών τα λέει όλα για την επιτυχημένη ευρωπαϊκή πορεία του Ολυμπιακού, δίνοντας το δικαίωμα στην ομάδα του Πειραιά να ισχυριστεί ότι είναι η πιο πετυχημένη ομάδα της Ευρωλίγκας από το 2010 και μετά. 
4 παρουσίες σε τελικούς, 2 τρόπαια με 4 διαφορετικούς προπονητές σε Final Four συν την ανάδειξη διαφόρων παικτών μέσου των επιτυχιών της ομάδας

Το κυριότερο είναι όμως ότι πέρσι ο Ολυμπιακός κατέκτησε ξανά το τρόπαιο του πρωταθλητή Ελλάδος, ένα γεγονός που ηρεμεί περισσότερο την κατάσταση και απορροφά εν μέρει τους κραδασμούς που προέκυψαν λόγω της ήττας από τον Παναθηναϊκό για τον θεσμό του Κυπέλλου, όπως και τέτοιο καιρό πέρσι. 
Φέτος αυτή η ήττα που δεν θα στοιχίσει τη θέση στον προπονητή, όπως πέρσι στον Γιώργο Μπαρτζώκα, αλλά ήδη ξεκίνησε την αμφισβήτηση για τις μεταγραφικές κινήσεις του Ολυμπιακού το καλοκαίρι.

Η κατάκτηση του πρωταθλήματος και η πορεία μέχρι τον τελικό της Ευρωλίγκας, δεν ήταν αρκετές για να επιμηκύνουν χρονικά την θητεία των Ντάνστον, Λαφαγιετ, Ντάρντεν, Πέτγουει και Κατσίβελη στην ομάδα. 
Η Φενέρ κέρδισε την παρτίδα πόκερ για τον Κώστα Σλούκα και συνεπώς ο Ολυμπιακός, ήταν υποχρεωμένος να χτίσει μια νέα ομάδα, με μεγαλύτερη σφραγίδα Σφαιρόπουλου συγκριτικά με την προηγούμενη σαιζόν. 

Ο Σφαιρόπουλος με την σειρά του, δεν άφησε αυτή την ευκαιρία ανεκμετάλλευτη, αλλά ταυτόχρονα δεν άλλαξε την βασική συνθήκη που ισχύει στον Ολυμπιακό από το 2011 και μετά.
Το αξίωμα ότι ο Ολυμπιακός είναι η ομάδα του Σπανούλη συνέχισε να είναι βασικό όμως διαφοροποίησε ορισμένες από τις μεταβλητές στην σύνθεση της περιφερειακής γραμμής, παίρνοντας κυρίως υπόψη ότι ο Σπανούλης, θα διατηρήσει πάνω κάτω τις ίδιες επιδόσεις σε σουτ τριών πόντων, ασσιστ, λάθη και άμυνα.

Με δεδομένη τη φθορά του Μπιλ από Ευρωμπάσκετ, τραυματισμούς και ηλικία, θα έπρεπε να πραγματοποιηθούν προσθήκες στα γκαρντ οι όποιες θα έπρεπε να καλύψουν τομείς που ενδεχομένως να είναι χειρότερες από πέρσι για τον Σπανούλη, drives - παιχνίδι ένας εναντίον ενός.
Κάπως έτσι προέκυψαν οι Ντι Τζέι Στρόμπερι και Ντάνιελ Χάκετ.

Ασφαλώς όμως δεν ειναι μόνο το χτίσιμο γύρω από τον Σπανούλη, το μοναδικό στοιχείο του πρόσφατου παρελθόντος το όποιο ο Ολυμπιακός συνεχίζει να τηρεί με θρησκευτική ευλάβεια.
Δόθηκαν ευκαιρίες σε νεαρούς Έλληνες να κάνουν το παραπάνω βήμα, οι Παπαπέτρου και Αγραβάνης αυτή την φορά.
Η θέση του σέντερ θα στηριχθεί και πάλι σε αθλητικούς Αμερικανούς σέντερ με Γιάνγκ ως αντί Ντάνστον και τον Οθέλο Χάντερ να είναι πάλι εκεί.
Διατηρήθηκε η έμφαση στην άμυνα παρά τα διαφορετικά επιθετικά χαρακτηριστικά των νέων αποκτημάτων. 

Όλα αυτά είναι κλασσικά στοιχεία Ολυμπιακού τα τελευταία 4-5 χρόνια.
Η μεγαλύτερη ουσιαστική διαφορά σε σχέση με το περσινό σχεδιασμό ήταν η επιλογή για την θέση του τελευταίου ξένου με τον Μιλουτίνοφ αντί του Πέτγουει, μια επιλογή που δίνει μεγαλύτερη ασφάλεια σε περίπτωση που ένας από τους δυο Αμερικανούς στο 5 λείψει, αλλά που διατηρεί το ρίσκο στη θέση 4 σε πολύπλευρα επίπεδα. 

Το ανεπαρκές σουτ στη συγκεκριμένη θέση, που επιτρέπει στους αντιπάλους να ρισκάρουν κλείνοντας μέσα στην ρακέτα, και η ποιότητα των επιλογών πίσω από τον Πρίντεζη είναι τα κύρια ερωτηματικά. 
Ο Τσαιρέλης έχει μεγαλύτερες επιθετικές δυνατότητες από τον Πέτγουει όμως μέχρι να πιστοποιηθεί ότι είναι έτοιμος να ανταποκριθεί για το υψηλότερο επίπεδο (δεν πέτυχε σε μικρομεσαία Ισπανική ομάδα) κανείς δεν μπορεί να κοιμηθεί ήσυχος.
Ο Αγραβάνης έχει καλές στιγμές αλλά υποπίπτει τόσο εύκολα σε φάουλ που αναρωτιέσαι για την συνέπεια του. 

Αυτό όμως που μοιάζει πιο σίγουρο από όλα είναι ότι η αστοχία στις βολές θα συνεχιστεί κρίνοντας από τα ποσοστά των Χάκετ, Στρόμπερι και Γιανγκ, και ότι ο δρόμος για το Final Four θα είναι πιο δύσκολος από ότι πέρσι με βασικούς ανταγωνιστές να έχουν ενισχυθεί. 

Η ενδεχόμενη είσοδος του Ολυμπιακού σε ένα ακόμα Final Four θα ήταν, όχι έκπληξη μεγατόνων, αλλά κάτι που θα ήταν επιτυχία ακόμα και αν δεν κατακτηθεί το τρόπαιο με βάση την κατάρτιση των ρόστερ μέχρις στιγμής. 


Σε πρώτο στάδιο όμως ο ελάχιστος στόχος είναι το πλεονέκτημα έδρας στην προημιτελική φάση της Ευρωλίγκας και να υπάρξει μια σαιζόν που ο Ολυμπιακός δεν θα αποδεκατιστεί από κάθε είδους ατυχίες ή αβλεψίες. 

Σε κάθε περίπτωση οι αντίπαλοι των ερυθρόλευκων είναι πια υποψιασμένοι και δεν πρόκειται να υποτιμήσουν τον Ολυμπιακό, σε όποια κατάσταση και αν είναι. 
Αν όμως ο Χάκετ σταθεί δίπλα στον Σπανούλη όπως έχει κάνει δίπλα σε Μπομπι Μπραουν, Λάνγκφορντ και Χίκμαν, τότε οι πιθανότητες δεν θα είναι καθόλου άσχημες.




Οι παραδοσιακές Κροατικές δυνάμεις Τσιμπόνα, Ζανταρ και Σπλιτ βρίσκονται σε παρακμή και η Τσεντεβίτα κατέκτησε τα 2 πρώτα της πρωταθλήματα και νταμπλ τις δύο τελευταίες σαιζόν εδραιώνοντας ταυτόχρονα και την πρωταγωνιστική θέση της στην Αδριατική λίγκα με 3 παρουσίες σε τελικούς το 2012, 2014 και 2015, χωρίς ωστόσο να έχει καταφέρει ακόμα να πάρει τον τίτλο και σε αυτήν την διοργάνωση. 

Αυτή θα είναι η τρίτη συμμετοχή της στην Ευρωλίγκα με νέο προπονητή τον, για λίγο ερυθρόλευκο, Βέλικο Μρσιτς και βοηθό του τον Τζιανμάρκο Ποτζέκο, σκοπεύοντας να ζήσουν για πρώτη φορά την εμπειρία του ΤΟΠ-16 ώστε να μείνουν στην μνήμη του μέσου Έλληνα μπασκετικού φιλάθλου για κάτι περισσότερο από το παραλίγο διπλό επί του Ολυμπιακού το 2012-2013 το όποιο θα μπορούσε να θέσει προβλήματα πρόωρου αποκλεισμού για τους μετέπειτα πρωταθλητές Ευρώπης.

Η Τσεντεβίτα παραμένει ένα νεανικό σύνολο με δύο παίκτες μόνο πάνω από τα 30, έχοντας αυτή τη φορά περισσότερους ξένους από τον έναν και μοναδικό του 2014-2015, αλλά χωρίς κατά τα άλλα, τις πολύ μεγάλες αλλαγές χάνοντας ουσιαστικά εγχώρια αστέρια όπως ο Ρόκο Λένι Ούκιτς και ο Μάρκο Τόμας.

Μαζί με τον κορμό της ομάδας, παρέμεινε ίδιο και το αγωνιστικό στυλ το όποιο βασίζεται και αυτή την σαιζόν στο συνδυασμό της θέσης 1 και 5 με πικ εν ρολ και πικ εν ποπ δημιουργίες, ατομικές πρωτοβουλίες των γκαρντ, αλλά και την τροφοδότηση ψηλών για post-up καταστάσεις, είτε εκτελούνται από τους παλιούς της ομάδας Γκόρντιτς και Μπιλαν, είτε συμμετέχουν σε αυτό δύο από τα καινούργια αποκτήματα, ο Πουλεν και ο Λουκα Ζόριτς, που μετά την περιπλάνηση σε Ισπανία και Τουρκία και τα πλουσιοπάροχα συμβόλαια του εξωτερικού, επιστρέφει στην Κροατία.

Γύρω από την τετράδα αυτή υπάρχει ο Τζέημς Γουαιτ που ήρθε για να δώσει μερικές ακόμα δόσεις Αμερικάνικου ταλέντου στο σκοράρισμα και παίκτες με κύρια δουλειά να σουτάρουν όπως οι περιφερειακοί Μπαμπιτς και Πιλέπιτς. 

Από τα τεσσάρια της ομάδας ο Ζούμπσιτς κινείται περισσότερο περιφερειακά και είναι δεινότερος σουτέρ, με το νεαρό Αράποβιτς (που τον είδαμε στο Παγκόσμιο των εφήβων στην Κρήτη), να έχει εμπειρία Ευρωλίγκας απο πέρσι και να μοιάζει ήδη πιο ισορροπημένος σε σχέση με τους συνοδοιπόρούς του στην θέση του power forward. 
Ο Ζγκάνετς είναι ο τρίτος της παρέας με πεδίο δράσης σχεδόν αποκλειστικά στο δίποντο και ενεργό ρόλο στα περσινά πλει-οφ της Αδριατικής λίγκας. 

Σε ολόκληρο όμως το ρόστερ, ο καλαθοσφαιριστής που μοιάζει να έχει ίσως τις μεγαλύτερες προοπτικές από όλους, είναι ο 16χρονος Βόσνιος Ντζάναν Μούσα, γνωστός στο Ελληνικό κοινό από φλερτ του με τον Ολυμπιακό, ο χρυσός νικητής και MVP στο Ευρωπαικό πρωτάθλημα U16.

Με αυτό το rotation των 8 ή 9 παικτών, η Τσεντεβιτα θα προσπαθήσει να προκριθεί χωρίς ιδιαίτερα φανατική υποστήριξη από το κοινό της, ξέροντας ότι πρέπει να κάνει νέο ατομικό ρεκορ νικών στη φάση ομίλων της Ευρωλίγκας ξεπερνώντας τις επιδόσεις των 2 και 3 νικών στις δυο προηγούμενες απόπειρες της στα Ευρωπαικά σαλόνια. 

Για να είμαστε όμως ειλικρινείς οι πιθανότητες δεν είναι με το μέρος της και με ενδεχόμενη επανάληψη επιδόσεων στην άμυνα που επέτρεπε πέρσι 70 και 80 πόντους παθητικό, τότε δεν βγαίνουν τα κουκιά απέναντι σε θεωρητικά καλύτερους αντιπάλους.


Η πρόσφατη Ευρωπαική πορεία της Λαμποράλ Κουτσα δεν δικαιώνει τους ανθρώπους της Ευρωλίγκας που τους δίνουν συμβόλαιο, όσο και αν η ιστορία της ομάδας μόνο αμελητέα δεν είναι. 

Τόσο γιατί ο τελευταίος τίτλος και παρουσία της σε τελικό οποιασδήποτε διοργάνωσης, ήταν το πρωτάθλημα του 2010, όσο και διότι από την σαιζόν 2012-2013 και έπειτα, η μόνη παρουσία στα ημιτελικά των τριών διοργανώσεων της Ευρωλίγκας, ACB και Copa Del Rey, ήταν αυτή στα ημιτελικά του Ισπανικού Κυπέλλου του 2013. 

Φέτος είχαμε και τέλος εποχής για τους Βάσκους με την αποχώρηση του Φερνάντο Σαν Εμετέριο, του συμβόλου της σύγχρονης ιστορίας της ομάδας και τελευταίου παίκτη που είχε μείνει από την πρωταθλήτρια ομάδα του 2010. 

Ο χρόνος όμως δεν γυρίζει πίσω και ο Περάσοβιτς μετά από δύο αποτυχημένες αποστολές στην περσινή Βαλένθια και στην Εθνική Κροατίας, θα προσπαθήσει να φτιάξει και πάλι το όνομα του και να επαναφέρει την ομάδα στα επίπεδα που την έχουμε συνηθίσει. Ταυτόχρονα, θέλει να ανακτήσει αυτό που του στέρησε η καρδιά του στην πρώτη θητεία του στην ίδια ομάδα, εξαναγκάζοντάς τον τότε σε πρόωρη αποχώρηση . 

Όσο όμως και αν πονάει τους Βάσκους η φθίνουσα πορεία τους, η αποχώρηση του Σαν Εμε και οι πολύμηνες απουσίες Σενγκέλια και Μπέρτανς, δημιούργησαν τουλάχιστον την ανάγκη να στείλουν ως ομάδα ένα κοινωνικό αθλητικό μήνυμα με την φετινή μεταγραφή του Κορμπάτσο. Φαίνεται ότι υπάρχει μια ελπίδα για όλους τους Ισπανούς παίκτες εκεί έξω, ότι μπορούν ακόμα και αν βολοδέρνουν σε μικρομεσαίες Ισπανικές ομάδες, να πάρουν στα 32 μια θέση σε ομάδα της Ευρωλίγκας. 

Αν και τα παραπάνω πιθανόν να δίνουν μια μαύρη εικόνα για το μέλλον και το παρόν στην ομάδα της Βιτόρια, η Λαμποράλ Κούτσα, εκτός από ένα ονειρικό εκτός έδρας επίσημο ξεκίνημα στην έδρα των φοιτητών της Εστουντιάντες, δεν έχει απολέσει όλα τα στοιχεία που χρειάζονται για μια καλή πορεία σε υψηλό επίπεδο. 

Η παρουσία καλού προπονητή, η διατήρηση αρκετών πρωταγωνιστών της περσινής ομάδας και πάνω από όλα, το άφθονο επιθετικό ταλέντο σε περιφέρεια και όχι μόνο είναι τα καλά νέα.

Χαρακτηριστικό των πολλών επιλογών η κατάσταση στα γκαρντ που η Λαμποράλ, δεν έχει τα πολύ μεγάλα ονόματα αλλά από πλευράς επιθετικών δυνατοτήτων δεν χρειάζεται να φοβάται ούτε καν τα δυο μεγάλα φαβορί του ομίλου. 

Η τετράδα των Τζειμς, Κοζέρ, Ανταμς και Μπλάζιτς μπορεί να συνδυάσει καλά ποσοστά από τα 6.75 με μεγάλη ικανότητα πραγματοποίησης ρηγμάτων στην ρακέτα και τον μοναδικό που ίσως δεν μπορεί να το κάνει σε τέτοιο βαθμό, τον Ανταμς, να μην υστερεί καθόλου σε επιθετικό ταλέντο και να είναι δυνητικά ο καλύτερος οργανωτής από το παραπάνω κουαρτέτο. 

Αυτό δεν είναι το μοναδικό όπλο της ομάδας. Είναι και το δίδυμο των Κορμπάτσο και Μπερτανς, το όποιο μπορεί να διοργανώσει από μόνο του ένα διαγωνισμό για το ποιος θα βγει πιο γρήγορα από την σκιά του για να εκτελέσει τρίποντα μετά από σκριν μακριά από τη μπάλα, το περιφερειακό σουτ μέσης και μακρινής απόστασης των Τίλι και Σενγκέλια στο τέσσερα και η παρουσία του Γιάννη Μπουρούση που δίνει στους Βάσκους παιχνίδι με πλάτη, καλά τελειώματα στα πικ εν ρολ και ευστοχία στις βολές. 

Φυσικά από την άλλη, οι τραυματισμοί των Μπερτανς και Σενγκέλια στερούν κάποιες επιλογές και χαλάνε το spacing της θέσης του power forward με τον Ιλμανε Ντιόπ να ανεβαίνει στο 4, ένα πρόβλημα που εξομαλύνεται κάπως με την παρουσία των Τίλι και Μπουρούση.

Όσο όμως μπορούν να καμαρώνουν για το μεγάλο επιθετικό ταβάνι τους, τόσο εξακολουθούν να προβληματίζονται για τα τεκταινόμενα στην άλλη άκρη του παρκέ. 
Η προσθήκη του Μπλάζιτς και η επιστροφή του Χάνγκα από την Αβελίνο είχαν μεταξύ των άλλων και αυτόν τον σκοπό, την ενίσχυση του αμυντικού χαρακτήρα της ομάδας και ο ίδιος ο Περάσοβιτς κατάφερε να δείξει κάποια θετικά αμυντικά δείγματα στη σύντομη θητεία του στον πάγκο της Εθνικής Κροατίας.

Όμως τα δεδομένα παραμένουν προς το παρόν αμείλικτα καθώς το μεγαλύτερο μέρος της περσινής περιφέρειας παραμένει, το ιστορικό των Μπουρούση και Ντάρκο Πλάνινιτς έχει δείξει ότι δεν είναι για πολλά και το παθητικό των φιλικών ματς ήταν τρομακτικά μεγάλο για ομάδα τέτοιου επίπεδου (δέχτηκαν 74, 88, 85, 86, 102 και 90 πόντους σε κάθε ένα από τα 6 ματς προετοιμασίας)  μέχρι να έρθουν οι μόλις 58 πόντοι από την Εστουντιάντες που δεν ξέρουμε αν είναι η αρχή μιας νέας, πιο προσηλωμένης στην άμυνα εποχής ή απλά η περιβόητη εξαίρεση στον κανόνα. 

Σε γενικές γραμμές η Λαμποράλ είναι μια ομάδα, που αν πιάσει το ρυθμό που την βολεύει, τότε μπορεί να νικήσει τον οποιοδήποτε, αλλά και εξαιτίας της άμυνας της μπορεί να χάσει από οποιαδήποτε ομάδα. 
Αυτό το χαρακτηριστικό την κάνει ικανή από το να αποκλειστεί από το ΤΟΠ-16, μέχρι και να κλέψει μια θέση στην οκτάδα. Ρεαλιστικός στόχος όμως παραμένει η είσοδος στους 16.


...από τον Weekendman



*Oι υπόλοιποι όμιλοι στο basketforum.gr