Οι αρχές και οι προσαρμογές


Στο δύσκολο ξεκίνημα της φετινής χρονιάς, η ψύχραιμη κριτική δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Οι κακές εμφανίσεις και οι βαριές ήττες έφεραν μεγάλη πίεση στον Μπαρτζώκα, γκρίνια από τον κόσμο και αναταράξεις στα αποδυτήρια. Μέσα σε αυτό το κλίμα, η κριτική ταυτίστηκε με τις συγκρίσεις. Ειδικά στην άμυνα, τα περσινά επιτεύγματα έκαναν τις αρχικές δυσλειτουργίες να μοιάζουν ανεξήγητες. Ο Ολυμπιακός έμοιαζε έξω από τα νερά του σε καταστάσεις οι όποιες πέρσι αντιμετωπίζονταν με άνεση, ενώ τα νέα στοιχεία απλά δε λειτουργούσαν.

Οι δύο εκτός έδρας νίκες στην Ευρωλίγκα, που επανέφεραν την ηρεμία, αλλά και οι περισσότερες εικόνες που έχουμε πλέον από την ομάδα, επιτρέπουν μια πιο ψύχραιμη ανάλυση, η οποία θα βασίζεται λιγότερο στο παρελθόν. Όπως εξήγησε προχθές ο Morrison, οι αλλαγές ψηλού-κοντού στα πικ εν ρολ, οι οποίες αποτέλεσαν σημείο αναφοράς πέρσι με πρωταγωνιστή τον Χάινς, έχουν τεθεί στο περιθώριο. Παρότι δεν είναι σίγουρο αν αυτή η στρατηγική αποτελούσε την αιτία των κακών αμυντικών επιδόσεων του προηγούμενου μήνα ή ένα σύμπτωμα μιας γενικότερης θολούρας, τα αποτελέσματα αυτής της επιλογής σε Μιλάνο και Βιτόρια δικαιώνουν τον Μπαρτζώκα.

Το ερώτημα που παραμένει αναπάντητο, όμως, αφορά τη στρατηγική που θα αντικαταστήσει αυτό τον τρόπο άμυνας. Εναντίον της Κάχα Λαμποράλ ο Ολυμπιακός βασίστηκε σε δυναμικές εξόδους του ψηλού ακόμα και πέρα από το τρίποντο (όπως δείχνει το βίντεο στο παραπάνω λινκ), με τον Μπαρτζώκα να ποντάρει στην περιορισμένη εκρηκτικότητα των περιφερειακών των Βάσκων. Λίγες μέρες νωρίτερα, όμως, αυτή η τακτική είχε χρησιμοποιηθεί ελάχιστα:


Στο Μιλανό, οι ψηλοί ακολουθούσαν την κίνηση του χειριστή της μπάλας παράλληλα. Στη Βιτόρια προσπαθούσαν να κλείσουν το διάδρομο προς το καλάθι βγαίνοντας κάθετα σε σχέση με το σκριν. Αυτή η αλλαγή επηρεάστηκε αρκετά από τις διαφορές ανάμεσα στους δύο αντιπάλους - δεν είναι το ίδιο εύκολο για οποιοδήποτε ψηλό να κυνηγάει το Λάνγκφορντ μακριά από τη ρακέτα, ενώ ο Ομάρ Κουκ ξέρει να βρίσκει τον ελεύθερο συμπαίκτη του στην περιφέρεια ή στη ρακέτα, ακόμα και όταν δέχεται μεγάλη πίεση. Το ερώτημα, όμως, είναι αν ο Ολυμπιακός θα συνεχίσει να προσαρμόζεται σε τέτοιο βαθμό στις ιδιαιτερότητες του αντιπάλου. Κι αυτό γιατί πέρσι συνέβαινε μάλλον το αντίθετο: η άμυνα υποχρέωνε τους αντιπάλους να προσαρμοστούν σε αυτή.

Φυσικά κάθε τακτική έχει τα δικά της πλεονεκτήματα: εναντίον της Μιλάνο για παράδειγμα, ο Λάνγκφορντ είχε λίγες ευκαιρίες να φτάσει μέχρι το καλάθι (τουλάχιστον όσο παιζόταν το ματς), αφού η παρουσία του ψηλού στο ύψος της γραμμής των ελεύθερων βολών τον υποχρέωνε να φρενάρει. Φυσικά εξίσου σημαντική ήταν και η δουλειά του προσωπικού του αντίπαλου (κυρίως των Μάντζαρη και Λο) που έσπαγαν τα σκριν και απέτρεπαν τη δημιουργία μις ματς.
Από την άλλη, δεν έλειψαν και οι περιπτώσεις όπου οι δύο αμυνόμενοι δεν έκλιναν τη γωνία της πάσας σωστά, είτε αυτή ήταν λόμπα ( πχ. Λάνγκφορντ στο Χέντριξ), είτε σκαστή πάσα ( Κουκ στον Μπουρούση). Ανάλογο πρόβλημα εμφανίστηκε και εναντίον της Κάχα Λαμποράλ, ειδικά στο πρώτο ημίχρονο. Επίσης, οι αργές περιστροφές σε συνδυασμό με τη συχνή παρουσία των δύο αμυντικών της αδύνατης πλευράς στη ρακέτα, έδωσαν αρκετά ελεύθερα περιφερειακά σουτ, έστω και αν η κυκλοφορία της Μιλάνο δεν είναι αρκετά εξελιγμένη προκειμένου να αξιοποιήσει τέτοια ανοίγματα. Τέλος, όταν ο ψηλός αναγκάστηκε να ακολουθήσει τον αντίπαλο περιφερειακό μέχρι το καλάθι, δημιουργήθηκαν αρκετές ευκαιρίες για επιθετικά ριμπάουντ. Τόσο η Μιλάνο όσο και η Κάχα Λαμποράλ είναι μέτριες προς κακές σε αυτό τον τομέα, αλλά τέτοιες ευκαιρίες θα πρέπει να περιοριστούν στη συνέχεια.

Ανεξάρτητα από τέτοιες αδυναμίες, όμως, το σημαντικότερο ερώτημα είναι αν ο Ολυμπιακός μπορεί να χτίσει μια αξιόπιστη άμυνα ενώ αλλάζει το βασικό πλάνο του από παιχνίδι σε παιχνίδι. Άλλωστε, πέρσι τέτοια εποχή η ομάδα δούλευε πάνω σε συγκεκριμένες αρχές ανεξαρτήτως αντιπάλου. Συχνά εμφανίζονταν προβλήματα, αλλά το τελικό αποτέλεσμα απέδειξε την ορθότητα αυτής της επιλογής. Ίσως, όμως, είναι καιρός να τελειώνουμε με τις συγκρίσεις.

Ανφορικά με το σημερινό παιχνίδι εναντίον της Εφές, η παρουσία του Φάρμαρ σημαίνει ότι λογικά ο Μπαρτζώκας θα βασιστεί περισσότερο στη μέθοδο του Μιλάνο. Μακροπρόθεσμα η απάντηση στο παραπάνω ερώτημα μπορεί να είναι θετική, αρκεί να πληρούνται δύο πρϋποθέσεις: πρώτον, το προπονητικό τιμ να είναι σωστά διαβασμένο για κάθε αντίπαλο. Δεύτερον, η ένταση της άμυνας να είναι στο επίπεδο που αρμόζει σε αυτό το ρόστερ, ανεξαρτήτως τακτικής. Η απώλεια του Ντόρσεϊ δεν είναι αμελητέα όσον αφορά αυτή την πτυχή του παιχνιδιού, αλλά ο Ολυμπιακός χτίστηκε για να πιέζει την μπάλα και να βγάζει τον αντίπαλο από τα συστήματα του. Αυτή η προσπάθεια πρέπει να ξεκινάει από το πρώτο δευτερόλεπτο κάθε κατοχής, γιατί έτσι οι επιλογές του αντιπάλου θα περιοριστούν πριν ακόμα ο Ολυμπιακός κληθεί να εφαρμόσει το όποιο αμυντικό πλάνο στο μισό γήπεδο. Αν πρέπει να διατηρηθεί κάτι από πέρσι, ας είναι αυτή η ενέργεια.

  ...από τον Rod Higgins