Ο έλεγχος της σεζόν: Γιώργος Μπαρτζώκας


Πριν περάσουμε στο ψητό, ας ξεκαθαρίσουμε τα πράγματα για τα οποία ΔΕΝ ελέγχεται ο Γιώργος Μπαρτζώκας.
Ο προπονητής του Ολυμπιακού δεν ελέγχεται για τις μεταγραφικές αποτυχίες του περασμένου καλοκαιριού και του χειμώνα. Όχι γιατί δεν έκανε λάθη, αλλά γιατί η ομάδα συνολικά (διοίκηση, ιατρικό τιμ, “τμήμα σκάουτινγκ”) ουδέποτε λειτούργησε ορθολογικά σε αυτό το κομμάτι από το καλοκαίρι του 2006 και μετά. 
Ανεξαρτήτως προπονητή, ο Ολυμπιακός σπαταλάει άσκοπα αρκετά χρήματα σε κάθε μεταγραφική περίοδο. 
Το μόνο που αλλάζει είναι το μέγεθος αυτής της σπατάλης. Από τη στιγμή που αυτοί οι οποίοι πληρώνουν δεν προβληματίζονται, είναι άδικο ο εκάστοτε προπονητής να σηκώνει όλο το βάρος της ευθύνης για τέτοιες αποτυχίες. 

Φυσικά τόσο η διοίκηση, όσο και ο Μπαρτζώκας δεν κάνουν μόνο λάθη στις μεταγραφές. 
Οι αδελφοί Αγγελόπουλοι επιμένουν να επενδύουν με συνέπεια σε νέους παίκτες, οι οποίοι αποτέλεσαν τον κορμό της ομάδας των δύο σερί ευρωπαϊκών. 
Ο Μπαρτζώκας έφερε τον Λοτζέσκι και τουλάχιστον δεν χρεώθηκε κάποια ακριβή μεταγραφή η οποία θα εκτροχίαζε τον μεταγραφικό σχεδιασμό συνολικά. 
Ωστόσο, η συνολική μεταγραφική φιλοσοφία του Ολυμπιακού είναι λάθος. 

Το σκάουτινγκ ταυτίζεται με προτάσεις μάνατζερ ή παίκτες που αντιμετώπισε η ομάδα. 
Η αξιολόγηση του ρόστερ είναι προβληματική με αποτέλεσμα οι προτάσεις για ανανεώσεις συμβολαίων να βασίζονται πια σε ένα ελάχιστα ορθολογικό δόγμα (δεν κάνουμε καμία συζήτηση για πρόωρη ανανέωση, εκτός αν η Μπαρτσελόνα μας προσφέρει ενάμισι μύριο). Επίσης, οι ρόλοι διοίκησης και προπονητή δε φαίνονται απόλυτα ξεκάθαροι, με αποτέλεσμα το ένα μεταγραφικό λάθος (Μπέγκιτς) να διορθώνεται με ένα άλλο (Σερμαντίνι, αν και ο Γεωργιανός είναι μια χαρά παίκτης). 
Μέχρι να υπάρξουν ουσιαστικές διορθωτικές κινήσεις σε αυτά τα προβλήματα, οι μεταγραφές δεν μπορούν να αποτελούν κριτήριο για οποιονδήποτε προπονητή.

Ο Μπαρτζώκας δεν ελέγχεται επίσης για τις αντιδράσεις του στον πάγκο. 
Η εικόνα του στους τελικούς δεν ήταν ακριβώς συνώνυμη της νηφαλιότητας, αλλά μήπως ο Ίβκοβιτς δεν είχε μπουκάρει στο γήπεδο ενώ παιζόταν το ματς στο δεύτερο τελικό του ‘12; Δε θυμάμαι κανέναν να τον κράζει. 
Από την άλλη, ο Φιλ Τζάκσον σηκώθηκε τελευταία φορά από τον πάγκο του το 1996, αλλά κανείς δεν τον είπε κοιμήση. 

Αυτά τα ακραία παραδείγματα δείχνουν δύο πράγματα: πρώτον, ότι αν τα αποτελέσματα δεν είναι αυτά που πρέπει, ο προπονητής θα τα ακούσει για οτιδήποτε. 
Δεύτερον, ότι δεν υπάρχει μία σωστή εικόνα που πρέπει να βγάζει προς τα έξω ο προπονητής προκειμένου να είναι επιτυχημένος. Είτε χτυπιέται, είτε κάθεται σαν τον Βούδα, μπορεί να ετοιμάσει την ομάδα του όπως πρέπει. 
Το πρόβλημα του Μπαρτζώκα δεν είναι ότι είχε το πουκάμισο έξω από το παντελόνι στο ΟΑΚΑ. Το πρόβλημα του Μπαρτζώκα ήταν φάσεις σαν αυτή:


Ο Ολυμπιακός δούλεψε αρκετά προς το τέλος της χρονιάς την πίεση σε όλο το γήπεδο. Ειδικά στη σειρά με τον Πανιώνιο, αυτή η άμυνα φάνηκε να λειτουργεί καλά. 
Στη συγκεκριμένη εικόνα, η ομάδα είναι έτοιμη να πιέσει στην επαναφορά μετά από βολή. Αρκεί μία πάσα στην πλάτη του Λοτζέσκι για να δημιουργηθεί κατάσταση δύο εναντίον δύο, η οποία κατέληξε σε γκολ φάουλ του Ματσιούλις:


Ενδέχεται ο Μπαρτζώκας να είναι ο τελευταίος που φταίει για αυτή τη φάση. 
Μπορεί απλά να κοιμήθηκε ο Λοτζέσκι, να μην υπήρξε σωστή επικοινωνία κτλ. 
Το πρόβλημα είναι ότι στο πιο καθοριστικό κομμάτι της χρονιάς τέτοιες ολιγωρίες εμφανίζονταν με ανεπίτρεπτη συχνότητα για μια ομάδα αυτού του επίπεδου, είτε μιλάμε για πίεση σε όλο το γήπεδο, είτε για την αντιμετώπιση των πικ εν ρολ, την άμυνα στο ποστ κτλ.

Για την ακρίβεια, εμφανίζονταν τόσο συχνά, ώστε στους τελικούς του ελληνικού πρωταθλήματος η 17η χειρότερη επίθεση στην Ευρωλίγκα να σκοράρει 19 πόντους σε 8 λεπτά (χωρίς κανένα τρίποντο) στο πρώτο ματς, 43 πόντους στο πρώτο ημίχρονο του τέταρτου αγώνα και 53 πόντους στα πρώτα είκοσι λεπτά του πέμπτου τελικού. 
Αυτό είναι ευθύνη του προπονητή.

Μπορεί αυτό το δείγμα 48 λεπτών να μην είναι αντιπροσωπευτικό ολόκληρης της χρονιάς. Ωστόσο οι αριθμοί της ομάδας στην Ευρωλίγκα μάλλον επιβεβαιώνουν την προβληματική εικόνα. 
Ο Ολυμπιακός είχε την έκτη καλύτερη άμυνα στην διοργάνωση (πέμπτη μεταξύ των ομάδων που έφτασαν τουλάχιστον μέχρι το τοπ-16), αλλά αυτή η θέση οφείλεται περισσότερο στις εξαιρετικές επιδόσεις απέναντι σε αδύναμους αντιπάλους. 
Μέχρι την έναρξη των πλέι οφ, η καλύτερη επίθεση την οποία είχαν καταφέρει να σταματήσει με συνέπεια οι ερυθρόλευκοι ήταν αυτή της Ουνικάχα Μάλαγα (όγδοη στη σχετική λίστα). 
Αντίθετα η Μπαρτσελόνα, η Μιλάνο και η Φενέρ υποχρέωσαν τον Ολυμπιακό να προσπαθήσει να τις κερδίσει σκοράροντας περισσότερο. 

Το πρώτο παιχνίδι στη σειρά με τη Ρεάλ επιβεβαίωσε τις αμυντικές αδυναμίες της ομάδας. Το ίδιο ισχύει και για το πρώτο ημίχρονο του επόμενου ματς. 
Κάπου εκεί ο Μπαρτζώκας πήγε να γυρίσει όλο το φύλλο. Δεν ξέρω αν η εντολή για αλλαγές ψηλού κοντού στα πικ εν ρολ αλλά και σε σκριν μακριά από την μπάλα ήταν παρόρμηση της στιγμής, καλά σχεδιασμένος  αιφνιδιασμός, ή η έσχατη λύση. 
Το γεγονός ότι αυτή η τακτική δεν εφαρμόστηκε από την αρχή εκείνου του παιχνιδιού, παρότι είχε προηγηθεί μια οικτρή αμυντική εμφάνιση, αποτελεί μια ένδειξη ότι η αλήθεια μάλλον βρίσκεται ανάμεσα στην πρώτη και την τρίτη εξήγηση. 
Σε κάθε περίπτωση, όμως, η επιτυχία αυτής της προσαρμογής στα δύο επόμενα ματς πιστώνεται στον προπονητή. 

Το πρόβλημα ήταν ότι αυτή η επιτυχία δεν αποδείχτηκε διατηρήσιμη. 
Παρότι οι αλλαγές δουλεύτηκαν αρκετά στη σειρά με τον Πανιώνιο, δεν εμφανίστηκαν στον πρώτο τελικό (όπου είδαμε και το φριχτό αμυντικό ξεκίνημα), ενώ όταν επανήλθαν δεν ήταν το ίδιο αποτελεσματικές. 
Θα μου πείτε ότι υπήρχε διαφορετικός αντίπαλος σε διαφορετικές συνθήκες, ωστόσο η ομάδα δε βρήκε κάποια σταθερά σημεία αναφοράς στο αμυντικό της παιχνίδι. 
Ο λόγος για αυτή την αδυναμία δεν είναι ότι ο Μπαρτζώκας διστάζει να δοκιμάσει διαφορετικά πράγματα. Δείτε, για παράδειγμα πώς προσπάθησε να αντιμετωπίσει τα ποσταρίσματα του Ματσιούλις - άλυτο πρόβλημα στον πρώτο τελικό - στο δεύτερο ματς της σειράς:


Ο Σίμονς περιμένει τον Ματσιούλις ο οποίος έχει δεχτεί το σκριν του Διαμαντίδη, ενώ oι Λοτζέσκι και Πρίντεζης έχουν αναλάβει τους δύο ψηλούς του Παναθηναϊκού. 

Παρότι ο Ολυμπιακός μπλέχτηκε στις περιστροφές και έφαγε καλάθι, η συγκεκριμένη άμυνα είναι ένας έξυπνος τρόπος για να αποτραπούν τα μις ματς κοντά στο καλάθι, χωρίς το ρίσκο του ελεύθερου σουτ στις βοήθειες.  
To ερώτημα είναι γιατί έπρεπε να περιμένουμε μέχρι το έβδομο ματς της χρονιάς με τον Παναθηναϊκό για να την δούμε. Και κατά πόσο είχε δουλευτεί ώστε να γίνει κάτι παραπάνω από ένα τρικ μιας χρήσης.

Το ίδιο ερώτημα μπορεί να γίνει για πολλά επιμέρους στοιχεία της άμυνας του Ολυμπιακού. Φυσικά υπάρχουν και ελαφρυντικά - οι τραυματισμοί, η ατομική ικανότητα κτλ. 
Όμως αυτά εξηγούν το αποτέλεσμα, όχι τη δουλειά του προπονητή. 
Για παράδειγμα, τα σοβαρότατα προβλήματα στο αμυντικό ριμπάουντ μπορεί να ήταν απλά θέμα ρόστερ - άλλωστε ο Ολυμπιακός το περασμένο καλοκαίρι έχασε τους Παπανικολάου και Άντιτς, δύο εξαιρετικούς ριμπάουντερ για τις θέσεις που παίζουν. 
Ωστόσο, η ελάχιστη βελτίωση σε αυτό τον τομέα του Ντάνστον (μακράν του δεύτερου ο καλύτερος σέντερ της ομάδας) κατά τη διάρκεια της χρονιάς, δημιουργεί ερωτηματικά για τη δουλειά του προπονητή στην άμυνα. 
Οι τραυματισμοί σίγουρα επηρεάζουν την ποιότητα της προπόνησης για μια ομάδα συνολικά, αλλά οι συνεχείς αλλαγές τακτικής δείχνουν ότι δεν υπήρχαν ξεκάθαρες αρχές πάνω στις οποίες θα βασιζόταν η προπόνηση.

Επομένως δεν τίθεται θέμα σωστής ή λάθος τακτικής. 
Ούτε ύπνου στον πάγκο. Υπάρχει όμως θέμα εκτέλεσης. 
Αυτό αποδεικνύεται από την επίθεση, που λειτούργησε πολύ καλά εν μέσω τραυματισμών και πειραματικών σχημάτων (Ντάνστον και Λοτζέσκι στο 4), ακόμα και απέναντι σε εξαιρετικές άμυνες. 
Η προβληματική απόδοση εναντίον του Παναθηναϊκού δεν αναιρεί τη συνολική εικόνα. 
Στο μέλλον, η αμυντική βελτίωση ίσως αυξήσει την αποτελεσματικότητα της ομάδας στο ανοιχτό γήπεδο, όπου φέτος υπήρξαν κάποια βήματα προς τα πίσω, με πιο προφανές παράδειγμα τις χαμένες ευκαιρίες για αιφνιδιασμούς στο πέμπτο ματς με τη Ρέαλ (ναι, έλειψε ο Λο). 
Ακόμα κι έτσι όμως, η σωστή δουλειά του Μπαρτζώκα σε αυτό το κομμάτι, από τη σύλληψη μέχρι την εκτέλεση, φάνηκε. 

Αυτό που ζητείται είναι αυτοκριτική, σωστός τακτικός σχεδιασμός, μεθοδική δουλειά και πλήρης αξιοποίηση του ρόστερ ώστε να φανεί ανάλογη εικόνα και στην άμυνα. 
Αν αυτό συμβεί, ο Μπαρτζώκας θα έχει δώσει το μέγιστο δυνατό στην ομάδα  - ανεξαρτήτως ρόστερ (αν και οι επιλογές του κόουτς δείχνουν υπερβολική έμφαση στην επίθεση) ή θέσης του πουκάμισου σε σχέση με το παντελόνι. 
Αν αυτό αρκεί σε σχέση με τους στόχους του Ολυμπιακού θα εξαρτηθεί από τη στάση της διοίκησης σε πολλά θέματα.

@rodhig7